Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Η Πρωτοχρονιά και τα έθιμά της - Η βασιλόπιτα και το Ποδαρικό

     Η Πρωτοχρονιά, πέρασμα στο νέο χρόνο, είναι φυσικό να συνδέεται με συνήθειες που εξασφαλίζουν το καλό και την αποφυγή ενεργειών που μπορεί να σημαίνουν κακό για το χρόνο που έρχεται. Τέτοια περάσματα είναι πολλά στη ζωή των ατόμων και των κοινωνιών και γι αυτό η έννοια του ποδαρικού είναι πολύ σημαντική για την λαϊκή πρωτοχρονιά.

     Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς επιδιώκουν την ευετηρία.  Κυριαρχεί η αντίληψη της νουμηνίας, ότι δηλαδή κάθε τι που γίνεται στην αρχή μιας περιόδου έχει επανάληψη και επίδραση σε όλη τη διάρκειά της.  Για παράδειγμα, το ποδαρικό δηλαδή η συνάντηση ή υποδοχή του προσώπου που θα μπει πρώτο στο σπίτι και θα τους φέρει καλοτυχία.  Χρησιμοποιούν επίσης το «αμίλητο» νερό, νερό που παλαιότερα έπαιρναν από την πηγή με απόλυτη σιωπή και μ’ αυτό έπλεναν το πρόσωπό τους και ράντιζαν τους χώρους, με την ενδόμυχη ευχή «όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέχουν και τα καλά στο σπίτι». Επίσης, κρεμούσαν στην πόρτα του του σπιτιού αγριοκρεμμύδα (ασκελετούρα στην Κρήτη, σκιλλοκρέμμυδο, μπότσικας αλλού), που είναι βολβοί μεγάλης αντοχής.

     Η συνήθεια της πρόγνωσης του μέλλοντος στην αρχή του νέου έτους αντικατοπτρίζεται στο κυνήγι της τύχης με το χαρτοπαίγνιο αλλά και την τοποθέτηση φύλλων ελιάς στο τζάκι ή κόκκων σιταριού στη στάχτη, προκειμένου να διαπιστώσουν πώς θα πάει η υγεία κατά τη διάρκεια του χρόνου που έρχεται.

Η βασιλόπιτα

     Tο έθιμο της βασιλόπιτας υπάρχει σε όλο τον ελληνικό χώρο. Οι εορταστικοί άρτοι (ευετηρική προσφορά ή απαρχή) παρασκευαζόταν κατά τις αρχαίες ελληνικές γιορτές, όπως και τα μειλίγματα (οι εξευμενιστικές προσφορές) προς τους νεκρούς και τα επίφοβα πνεύματα. Το μοίρασμα της πίτας γίνεται για το καλό της χρονιάς, για την καλή τύχη του σπιτιού και για την ευλογία του Αγίου Βασιλείου. Υπάρχουν και ιδιαίτερες παραδόσεις, λόγιας προέλευσης, όπως η σχετική με τον Aγιο Βασίλειο. Ό  ταν ο Aγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε να εισπράξει φόρους. Οι φοβισμένοι κάτοικοι ακολουθώντας την προτροπή του Αγίου μάζεψαν ό,τι πολύτιμο είχαν και βγήκαν με τον δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον έπαρχο. Ο Aγιος Βασίλειος με την πειθώ του και την εμφάνισή του έπεισε τον έπαρχο να μην πάρει τα τιμαλφή τον κατοίκων. Έτσι ανέκυψε το πρόβλημα της επιστροφής των δώρων στους ιδιοκτήτες τους. Ο Aγιος σκέφτηκε και προέτρεψε τους κατοίκους να παρασκευάσουν μικρές πίτες και έβαλε μέσα σε κάθε μια ένα αντικείμενο. Με θαυματουργό τρόπο καθένας πήρε ό,τι είχε προσφέρει. Από τότε στη γιορτή του Αγίου φτιάχνουμε πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα. Η παράδοση αυτή αγαπήθηκε πολύ από τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας όπου ο Aγιος ήταν ιδιαίτερα οικείος.
     Η βασιλόπιτα (κουλούρα) παρασκευαζόταν παραδοσιακά όπως και σήμερα σε όλη την Ελλάδα. Είτε έφτιαχναν χωριστά τη μαντική πίτα από τον εορταστικό άρτο είτε τα συνδύαζαν. Στη Θεσσαλία για παράδειγμα έφτιαχναν μια πίτα με φύλλα. Έβαζαν μέσα ένα κέρμα, κλήμα, τριφύλλι, καλαμπόκι, σιτάρι, φασόλι και άχυρο σύμβολα της κύριας ασχολίας των μελών της οικογένειας. Π.χ. ο αμπελουργός έβαζε μικρό κομμάτι από κλίμα, ο γεωργός σιτάρι ή άχυρο κ.λπ.
     Το μεσημέρι ύστερα από το φαγητό ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος της οικογένειας έκοβε την πίτα με τελετουργικό τρόπο. Μερίδιο είχαν όλα τα μέλη, κατά σειράν ηλικίας, καθώς και οι ξενιτεμένοι, οι φιλοξενούμενοι, το σπίτι. Σε πολλές περιοχές κόβεται πρώτο το κομμάτι του Χριστού, δεύτερο της Παναγίας τρίτο του αι Βασίλη και ακολουθούν τα μέλη της οικογένειας. Ο πατέρας γύριζε την πίτα πάνω στο τραπέζι, ώστε το τυχερό του καθενός να έρθει μπροστά του. Όταν έπαιρνε το κομμάτι του το παιδί φιλούσε το χέρι του γονέα. Το κέρμα έφερνε λεφτά, το κλήμα κρασιά, το τριφύλλι πρόβατα κ.ο.κ. Επίσης πίστευαν ότι ανάλογα με το είδος του φυτού που έβρισκε το κάθε μέλος της οικογένειας θα έπρεπε να μεριμνά ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια κατά την διάρκεια της νέας χρονιάς.
     Η βασιλόπιτα στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία κ.α. είναι τυρόπιττα ή κρεατόπιτα, ενώ στους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία γλύκισμα ή γλυκό ψωμί ζυμωμένο με διάφορα μυρωδικά. Οι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν την πίτα το πρωί της παραμονής ανακατώνοντας μέσα στο ζυμάρι γάλα, βούτυρο και μέλι ή ζάχαρη και την έτρωγαν ανήμερα του Αγίου Βασιλείου για να πάει καλά η χρονιά.
     Στο αστικό πλαίσιο η πίτα είναι γλύκισμα, ενώ εμφανίζεται και το κομμάτι του φτωχού. Από τις αρχές του 20ου αιώνα η κοπή της πίτας αρχίζει να γίνεται και στα Σωματεία, τα Ιδρύματα και τους οργανισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιανουαρίου. Σήμερα είναι πλέον μια καθιερωμένη εορταστική εκδήλωση στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας.

Ποδαρικό

     Ο πρώτος που θα μπει το πρωί στο σπίτι μας, μας κάνει ποδαρικό. «Το πιο σπουδαίο ποδαρικό είναι την Πρωτοχρονιά και την πρώτη του Σεπτέμβρη αλλά και στην αρχή του μήνα, της εβδομάδας και της μέρας.  Αλλουνού είναι καλό το ποδαρικό του, αλλουνού κακό». Το ίδιο με το χερικό: «να κάμω εγώ αρχή που’ ναι το χερικό μου καλό» (Γαλανάδες Νάξου) και το απάντημα (άντισμα, αναραχός) π.χ. δεν έχει καλό άντισμα, δηλ. η συνάντησή του δεν θα βγάλει σε καλό.
     Οι καλορίζικοι ή καλόμοιροι, συνήθως τα μικρά παιδιά, προσκαλούνται να μπουν πρώτοι το πρωί της αρχιχρονιάς, την 1η Ιανουαρίου και την Πρωτοχρονιά της 1ης Σεπτεμβρίου, καθώς «είναι καλοπόαροι» ή έχουν «καλόν πουαρικόν» και έτσι η οικογένεια απαλλάσσεται από κάθε ασθένεια και κακό, «δεν την πιάν’ αρρώστια».




πηγή

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Tα ξεχασμένα παλιά παιχνίδια - Παιχνίδια που τα φτιάχναμε μόνοι μας (αργαστηρωσές)

Παρακολουθώντας κανείς τα σημερινά παιδιά, να βυθίζονται όλο και περισσότερο στους υπολογιστές, σε παιχνίδια που τα παρασύρουν μέσα σε πλασματικούς κόσμους όπου προσπαθούν να σκοτώσουν, να κυριεύσουν ή να κλέψουν με την βοήθεια του φανταστικού και ανήθικου τις περισσότερες φορές ήρωά τους, σκέπτομαι την εποχή που ήμουν στην ηλικία τους και αλωνίζαμε τα σοκάκια του Θραψανού, παίζοντας με τα δικά μας παιχνίδια.  
Βέβαια, εάν αναλογιστούμε την μεγάλη χρονολογική διαφορά, η σύγκριση είναι αδύνατη και συνάμα αδόκιμη, όμως οι συνειρμοί έρχονται αυτόματα, ενώ οι απορίες των παιδιών για αυτά τα παιχνίδια τους δημιουργούν χαμόγελα και... συμπάθεια. 
Προσδοκώντας λοιπόν να παρουσιάσω στα σημερινά παιδιά, τα ξεχασμένα και χαμένα στον χρόνο παιχνίδια, αλλά και με την φιλοδοξία να τα φέρω στη θύμηση αυτών που τα έπαιζαν, σχεδίασα κάποια απο αυτά ενω κάποια άλλα απλά τα καταγράφω παρακάτω. 
Απο τα χαρακτηριστικά στοιχεία της εποχής εκείνης (αναφέρομαι στα τέλη της δεκαετίας του 60 έως περίπου τα τέλη του 70) ήταν ότι τα πιό αγαπημένα παιχνίδια ήταν αυτά που τα φτιάχναμε μόνοι μας αφού η κατασκευή τους, η συνεχής τροποποίηση και τελειοποίησή τους αποτελούσε απο μόνη της το μεγαλύτερο ίσως παιχνίδι. Βέβαια ορισμένα απο αυτά ήταν επικίνδυνα -χωρίς να ξεχνάμε ότι και εμείς δεν ήμασταν άγιοι-, ενώ σε κάποια άλλα ο αγώνας πολλές φορές δεν ήταν απλά για την νίκη αλλά και για την διατήρηση της σωματικής μας ακεραιότητας. Εχουμε και λέμε λοιπόν:

Παιχνίδια που τα φτιάχναμε μόνοι μας (αργαστηρωσές)

Ντιχάλι σιντερένιο με τέλι (σύρμα).
Το κατασκευάζαμε με χοντρό τέλι απο τις κρεβατίνες και λάστιχο απο το "σταφύλι".
Τα σχετικά χοντρά λάστιχα τα παίρναμε απο τους μεγαλύτερους ή τις γυναίκες που δούλευαν στις αποθήκες συσκευασίας σταφυλιών και τα χρησιμοποιούσαν για να κρατάνε καλυμένα τα σταφύλια με ειδικά χαρτιά μέσα στα "κασάκια" εξαγωγής.
Τα ντιχαλάκια που εκτοξεύαμε ήταν "σελωμένο", κυρτωμένο δηλαδή, τέλι που έπαιρνε την μορφή "U".
Το τέλι αυτό το παίρναμε απο το μπαλιαστικό μηχάνημα που φέρνανε κάθε καλοκαίρι στο γήπεδο και έδενε τα άχερα σε μπάλες μετά το αλώνισμα απο την αλωνιστική μηχανή των σιτηρών (στάρια και κριθάρια).
Τα ντιχάλια αυτά τα έφτιαχναν και τα έπαιζαν οι μικρότεροι χωρίς όμως αυτό να μειώνει την επικινδυνότητά τους καθώς μπορούσες πολύ εύκολα να φάς καμιά στο μάτι και να σου προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά.

Ντιχάλι (δίχαλο - σφεντόνα) ξύλινο.
Ντιχάλι (δίχαλο - σφεντόνα) ξύλινο, με πετσάκια και λάστιχο κλώνο ή σαμπρέλα. Επικίνδυνο και απαγορευμένο παιχνίδι που έφτιαχναν οι μεγαλύτεροι, αφού εύκολα κάποιος μπορούσε να τραυματιστεί πολύ σοβαρά εάν χτυπούσε στο πρόσωπο ή στο κεφάλι με τις πέτρες που εκτοξεύανε. Το χρησιμοποιούσαν για να κυνηγήσουν πουλιά, αλλα και για να συναγωνιστούν στην σκοποβολή. Ενίοτε σπάγανε κανένα τζάμι ή γλόμπο των στύλων της ΔΕΗ.

Όπλο με λαστιχάκι.
Έξυπνη και εύκολη σχετικά κατασκευή με κυρίαρχο χαραχτηριστικό ένα... μανταλάκι.

Ξυλίκι - ντελής.
Πολύ αγαπημένο παιχνίδι που παιζότανε απο δύο ομάδες με δύο ή τρείς παίχτες η κάθε μία.
Βρίσκαμε δύο καλά ξύλα: ένα μικρό τον ντελή ή λιμά και το μεγάλο την ντελόβεργα ή ξυλίκι και αφού στήναμε δύο πέτρες (τη μάνα) βάζαμε πάνω τον ντελή.
Μετά βάζαμε την ντελόβεργα ανάμεσα στις δύο πέτρες της μάνας και σε πρώτο χρόνο χτυπούσαμε κατακόρυφα και με φορά απο κάτω προς τα πάνω ελαφρά να σηκωθεί ο ντελής στον αέρα, ενώ σε δεύτερο χρόνο τον χτυπούσαμε οριζόντια με όλη μας την δύναμη να φύγει όσο πιό μακρυά μπορούσαμε.
Οι παίχτες της άλλης ομάδας προσπαθούσαν να πιάσουν στον αέρα τον ντελή που με την δύναμη που είχε καμιά φορά τους χτυπούσε δημιουργώντας -ειδικά στο κεφάλι- τις χαραχτηριστικές "μπαμπούνες" (φούσκωμα δηλαδή απο το χτύπημα).
Για να θυμηθειτε λίγο το παιχνίδι αναφέρω τις λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιούσαμε για να δούμε ποιός θα παίξει πρώτος μετρώντας με την ντελόβεργα, απο τον ντελή μέχρι τη μάνα:τόπι -τζι.

Πατίνι με ρουλεμάν.
Η δυσκολία ήταν να βρεθούν τα ρουλεμάν. Απο κεί και πέρα υπήρχαν οι... ειδικοί που βοηθούσαν στην δύσκολη αυτή κατασκευή. Οι τελευταίες καλιτεχνικές πινελιές ήταν συνήθως μπεντόλιρες που μπροκώναμε στη φάτσα. Αγαπημένες πίστες ήταν οι αμαξωτές με ελαφρά κατηφόρα. Δύσκολα μπορεί να ξεχάσει κανείς την "τραβάγια" που έκαναν τα πατίνια στο κατήφορο.

Τσούρλι με μπαγκιονέτα.
Το φτιάχναμε απο πολύ χοντρό τέλι κρεβατίνας και για τροχό βρίσκαμε απο κανένα πεταμένο παιδικό καροτσάκι.
Πολύ αγαπημένο παιχνίδι, καθώς διανύαμε με αυτό ατέλειωτα χιλιόμετρα ενώ για να δοκιμάζουμε την δεξιοτεχνία μας φτιάχναμε ειδικές "πίστες" αγώνων.

Τσούρλι με κλήμα κρεβατίνας και μεγάλο τροχό.
Ευκολη και γρήγορη εφεύρεση για να "τσουρλήξει" ο μεγαλύτερος τροχός αφού δεν του ταίριαζε η μπαγκιονέτα με το τέλι.

Τσούρλι με μεγάλο τροχό ή τσέρκι που τα κυλούσαμε με ένα σκέτο ξύλο.
Ακολουθώντας τον γενικό κανόνα που έλεγε ότι οτιδήποτε ήταν στρογγυλό έπρεπε να κυλάει, βρίσκαμε και το αντίστοιχο εργαλείο. Εδώ τα πράγματα ήταν μάλλον απλά καθώς με ένα κομμάτι ξύλο το παιχνίδι ήταν έτοιμο.

Τσούρλι με καλάμι, τιμόνι με τέλι και διπλό τροχό με άξονα απο παλιό παιχνίδι.
Για τους μερακλήδες της εποχής! Πραγματικά όμορφες κατασκευές με τιμόνια σπέσιαλ, ταχύτητες στο χέρι, καθρέπτες, χλωρινομπούκαλα για συσπασιόν και άλλες ατέλειωτες τροποποιήσεις πρίν την βόλτα στο χωριό για να δείξουμε το καινούργιο μοντέλο.

Φυσοκάλαμα
Αδειάζαμε εσωτερικά τα καλάμια και φυσούσαμε απο μέσα ότι μπορεί κανείς να φανταστεί.

Μπεντόλιρες
"Κοπανίζαμε" και ισιώναμε τα καπάκια απο τα αναψυκτικά και τις μπύρες (Κρυσταλία, Φήμη, FIX, HENINGER κλπ).
Κάθε μπεντόλιρα είχε αξία ανάλογα με το πόσο σπάνια την συναντούσε κανείς.
Η Κρυσταλία (για αυτούς που θυμούνται τα καταπληκτικά μπυράλ της Βονιανής εταιρείας), ήτανε η φτηνότερη καθώς τα καπάκια της ήταν εν αφθονία στα καφενεία, ακολουθούσε η Φήμη (Αγιοπαρασκίτικη εταιρεία), ενώ τα καπάκια απο τις μπύρες άξιζαν μιά περιουσία! Αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους τα καπάκια της Pepsi & Coka cola.
Τις παίζαμε όπως έπαιζαν οι μεγαλύτεροι τον τσούκο με απαλέθια.

Ανεμόμυλοι με ασφεντυλιές.
Εποχιακές περίτεχνες κατασκευές ανεμόμυλων απο τις ξερές ασφεντυλιές. Η φαντασία σε όλη της την έκταση.

Αετός της Καθαρής Δευτέρας. (Χαρταετός)
Τα βασικά στοιχεία για την κατασκευή του χαρταετου ήταν καλάμια απο την Περβόλα που τα σκίζαμε για να φτιάξουμε το σκελετό, σπάγγος, λαδόκολα για πανί που την κολάγαμε με κουρκούτι στο περιφερειακό σπάγγο, και εφημερίδες για ουρά. Αργότερα με την εφάνιση των έγρωμων χαρτιών οι κατασκευές έγιναν περίτεχνες και εντυπωσιακές και ανέμιζαν υπερήφανα στο γήπεδο (στο χώρο που είναι σήμερα το Δημαρχείο Θραψανού).

Μαντούρες (καλαμένια φλογέρα).
Τις εποχές που μας πιάνανε... καλιτεχνικές ανησυχίες φτίαχναμε μαντούρες απο καλάμια και προσπαθούσαμε να εκφραστούμε μουσικώς!
Κόβαμε λοιπόν καλάμια, καθαρίζαμε καλά ενα κομμάτι και περνούσαμε αμέσως στην δυσκολότερη φάση της κατασκευής που ήτανε η γλώσσα.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαμε ήταν ένα "τσακάκι" (μικρό μαχαίρι που "σφάλιζε" - έκλεινε) για να κόψουμε τα καλάμια, να ανοίξουμε τις τρύπες και να κόψουμε τη γλώσσα. Το σπουδαιότερο όμως εργαλείο ήταν ένα σπασμένο κομμάτι γυαλί που το χρησιμοποιούσαμε για να ξύσουμε τη γλώσσα και να την κάνουμε όσο το δυνατόν λεπτότερη έτσι ώστε με το φύσημα να πάλλεται και να δημιουργεί τον ήχο. Γιώργος Εμμ Πλουμάκης
πηγή

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Ήθη και Έθιμα των Χριστουγέννων - Οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου

Στις μέρες μας τα δρώμενα των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, ιδιαίτερα την ημέρα των Θεοφανείων και του αγίου Ιωάννου, επιχωριάζουν κυρίως στο βορειοελλαδικό χώρο.  Έτσι, «ρογκατσάρια» και «λουκατσάρια» λέγονται φουστανελοφόροι και άλλοι μεταμφιεσμένοι στις περιοχές των Γρεβενών και της Ελασσόνας, την Πρωτοχρονιά.  Γνωστά είναι τα «ραγκουτσάρια» στην Καστοριά κατά το τριήμερο 6 έως 8 Ιανουαρίου και τα «μπουμπουσιάρια» της Σιάτιστας την ημέρα των Θεοφανείων, παλαιότερα και την Πρωτοχρονιά.  Επίσης οι μεταμφιεσμένοι του Πόντου, οι «μωμόγεροι» και «μωμοέρια» που αποτελούσαν μέρη αυτοσχέδιων θιάσων και έδιναν τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κωμικές παραστάσεις.


Σήμερα είν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός...

     Το σύνολο θρησκευτικών και δεισιδαιμόνων δοξασιών και αντιλήψεων που εκφράζουν τον σεβασμό και τον φόβο του πρωτόγονου ανθρώπου για δυνάμεις που δεν μπορεί να ελέγξει με τις αισθήσεις του συγκροτούν το σύστημα της λαϊκής πίστης, η οποία εκδηλώνεται με τη λαϊκή λατρεία. Στο σύστημα αυτό ανήκουν αρχέγονες δοξασίες και πράξεις αντίστοιχα αλλά και θρησκευτικές συνήθειες τις οποίες έχουν καθιερώσει οργανωμένες θρησκείες, όπως ο χριστιανισμός, σε ένα αρμονικό σύνολο μαγικοθρησκευτικών αντιλήψεων και ενεργειών. Η συνύπαρξη αυτή ήταν απαραίτητη, εφ’ όσον ο λαός δεν ήταν δυνατόν να ερμηνεύσει με τον ίδιο κάθε φορά τρόπο φαινόμενα και περιστατικά της ζωής του σε σχέση με την φύση που τον περιέβαλλε.

     Η αδυναμία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει, χωρίς τη συνδρομή των υπερφυσικών δυνάμεων, θεών ή δαιμόνων, τις αντιξοότητες και να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα τον οδήγησαν στην  αναζήτηση τρόπων επικοινωνίας με τις δυνάμεις αυτές, τις οποίες θέλει να έχει βοηθούς στο έργο του και ασπίδα για κάθε επιβουλή εκ μέρους του κακού. Έτσι καταφεύγει στη λατρεία, ένα σύνολο ενεργειών που στόχο έχουν να τιμήσουν, να εξευμενίσουν και να ευχαριστήσουν τις αγαθοποιούς δυνάμεις. Η σχέση του do ut des στη λαϊκή λατρεία είναι εμφανής. Προσφέρει θυσία ή προσευχή στον Θεό ή τους αγίους -αυτό ίσχυε και για τους αρχαίους Έλληνες- με σκοπό να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους ή να τους ευχαριστήσει για κάποιο καλό. Έτσι δεν είναι ανεξήγητη η προσφορά, στον άγιο Γεώργιο για παράδειγμα, ομελέτας για τη βοήθεια που προσέφερε σε κάποιον.

     Διαμορφώνεται, λοιπόν, ένα σύνολο εθιμικών εκδηλώσεων και πράξεων στον κύκλο του χρόνου, με παγανιστικό (ειδωλολατρικό) και χριστιανικό περιεχόμενο που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και από πληθυσμιακή ομάδα σε άλλη, αλλά και από εποχή σε εποχή. Πρόκειται για τα πολύ ενδιαφέροντα έθιμα του λατρευτικού κύκλου, μέσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν οι μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης τα Χριστούγεννα, το Δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα ως τα Θεοφάνεια και το Πάσχα καθώς και οι πανάρχαιες αναπαραστάσεις της ζωής και του θανάτου μέσα από τα μαγικοθρησκευτικά δρώμενα του εθιμικού κύκλου.

     Με τον όρο δρώμενα (<δρω = πράττω, δράση, δράμα)  έχει καθιερωθεί στη Λαογραφία να χαρακτηρίζονται οι θεαματικές τελετές με θρησκευτικό και μαγικό περιεχόμενο, που συνδέονται με συγκεκριμένη εποχή του κύκλου του χρόνου και του θρησκευτικού κύκλου. Υπάρχουν δρώμενα στην καρδιά του χειμώνα (Δωδεκαήμερο), δρώμενα της άνοιξης (Αποκριάς, Πασχαλινά, Μαγιάτικα), δρώμενα του φθινοπώρου (Λειδινός κ.ά.). Αποτελούν εκδηλώσεις των αγροτικών και ποιμενικών πληθυσμών και αποβλέπουν κατά κύριο λόγο στον εξευμενισμό των απροσδιορίστων φυσικών και υπερφυσικών δυνάμεων που επηρεάζουν τη βλάστηση και την καρποφορία της γης. Για τον λόγο αυτό διατρέχουν όλες τις ανάλογες κοινωνίες και δεν επηρεάζονται από τις θρησκευτικές αντιλήψεις των συστηματικών θρησκειών. Η αρχή τους χάνεται στο χρόνο και οι πανανθρώπινοι συμβολισμοί τους έχουν ενσωματωθεί στις θρησκευτικές τελετές πολλών λαών. Βεβαίως οι τελετές αυτές, με γονιμικό και ευετηρικό (ευ+έτος = καλός χρόνος, καλοχρονιά) χαρακτήρα, με την πάροδο του χρόνου και την προαγωγή της ορθολογικής σκέψης και στη λαϊκή κοσμοθεωρία, έχουν χάσει το συμβολισμό τους και αποτελούν πλέον αφορμές για διασκέδαση και ευωχία.

     Μπορεί, βεβαίως, κάποιες γιορτές να έχουν χάσει την συμβολική και τελετουργική τους σημασία και να διατηρούν ως ανάμνηση τους λόγους καθιέρωσής τους, ωστόσο τα Θεοφάνεια, ή Φώτα, όπως χαρακτηριστικά τα ονομάζει ο λαός, αποτελεί ακόμη και σήμερα τη μεγάλη γιορτή του χριστιανισμού, θεότρομη γιορτή. Ο λαός λέγοντας «Φώτα και Λαμπρή», εννοεί ότι αυτές οι δύο γιορτές είναι οι μεγαλύτερες του χρόνου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για υπολανθάνουσα λατρεία των νερών, αφού τη νύχτα της 5ης Ιανουαρίου πιστεύουν ότι ανοίγουν οι ουρανοί, η θάλασσα γλυκαίνει, οι άνεμοι ημερεύουν, ακόμη και τα ζώα μιλούν. Η Εκκλησία οδηγώντας σ’ αυτό το θαύμα υπογραμμίζει: «Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις».

     Η «φύσις των υδάτων» αγιάζεται, δηλαδή αποκτά ξανά, με τη δύναμη του σταυρού, τον ιερό της χαρακτήρα, που κατά τη διάρκεια του χρόνου που πέρασε, απώλεσε, εν όλω ή εν μέρει. Τα Φώτα φεύγουν και τα πονηρά πνεύματα με τον αγιασμό, που πραγματοποιεί ο ιερέας και με αυτόν ραντίζει όλους τους χώρους. Ομολογούν την ήττα τους και λένε:

Φεύγετε να φεύγουμε, έρχετ’ ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του.

     Την έννοια του καθαρμού και της απαλλαγής από την επήρεια των δαιμονίων του Δωδεκαημέρου έχουν κι άλλες συνήθειες κατά τη διάρκειά του, όπως το συνεχές άναμμα της φωτιάς στο τζάκι, η δημιουργία σταυρού στο ανώφλι του σπιτιού με τα κεριά των Φώτων. Ακόμη παίρνουν «καινούργιο» νερό, αγιασμένο από την κατάδυση σ’ αυτό του σταυρού και με αυτό ραντίζουν το σπίτι και τα κτήματα. «Αγιασμό» κρατούν και στο εικονοστάσι του σπιτιού για τις δύσκολες ώρες. Στη Θράκη την ημέρα των Φώτων βρέχουν στη βρύση τον ιερέα ή ένα νέο ανδρόγυνο για το καλό της χρονιάς. Είναι προφανής ο γονιμικός και ευετηρικός χαρακτήρας της εθιμικής πράξης.

     Από τη βρύση ως τον ποταμό, τη λίμνη και τη θάλασσα τα νερά έχουν θεοποιηθεί και τα λατρεύει ο άνθρωπος. Κανένα άλλο φυσικό στοιχείο δεν έχει θεοποιηθεί όπως το νερό μέσα στο οποίο ζουν χιλιάδες οργανισμοί και με τη βοήθεια του οποίου ζουν οι υπόλοιποι οργανισμοί. Το ύδωρ της Στυγός (ο ιερότερος όρκος)  και το αθάνατο (νερό της μυθολογίας).

     Το νερό είναι ζωντανό και αισθάνεται (κοιμάται, ξυπνά, το καλημερίζουμε, είναι αμίλητο), έχει δύναμη εξαγνισμού και καθαρμού. Από εκεί και η ιδιαίτερη σημασία της βρύσης ή του πηγαδιού προς τα οποία εκδηλώνεται ο απαραίτητος σεβασμός με την επίσκεψη της νύφης, την προμήθεια νέου αμίλητου νερού κατά την πρώτη του έτους κ.λπ.
Τη στάχτη από το τζάκι που καίει κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου τη συγκεντρώνουν και με αυτή «ραντίζουν» περιμετρικά το σπίτι, δημιουργώντας ένα προστατευτικό κύκλο γύρω από αυτό για να φύγουν τα καλικαντζάρια και τα μυρμήγκια.

     Ο μεγάλος αγιασμός, ο οποίος γίνεται παντού, αποτελεί τελετή καθαγιασμού και εξαγνισμού των υδάτων. Μέσα στα παγωμένα συνήθως νερά ρίχνεται ο σταυρός και νέοι βουτούν για να τον πιάσουν, γεγονός που θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό για την υγεία και την καλή χρονιά.
Την ίδια ημέρα σε πολλά μέρη της Ελλάδος γινόταν πλύσιμο των φορητών εικόνων σε λίμνες, ποτάμια ή στη θάλασσα, για να καθαριστούν. Η συνήθεια αυτή παραπέμπει ενδεχομένως στα Πλυντήρια του αγάλματος της Αθηνάς από τους αρχαίους Αθηναίους στο Φάληρο. Παράλληλα γίνονταν πλειστηριασμοί, για την ενίσχυση κυρίως του εκκλησιαστικού ταμείου, με αντικείμενο την μεταφορά και φιλοξενία των εικόνων στα σπίτια για ένα χρονικό διάστημα.

     Με τα Θεοφάνεια και τις ημέρες που θα ακολουθήσουν, δηλαδή της γιορτής του Αγίου Ιωάννου και της Αγίας Δομνίκης συνδέονται τα φυσιοκρατικά δρώμενα του Δωδεκαημέρου, που συνηθίζονται ακόμη και σήμερα στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη (παλιότερα και στον Πόντο). Είναι γνωστά ως Ρογκάτσια, Ρογκατσάρια, Αράπηδες, Μπαμπούγεροι κ.λπ.. Πρόκειται για ομάδες ανδρών μεταμφιεσμένων με δέρματα ζώων, με μάσκες και κουδούνια, που γυρνούν στους δρόμους και τα σπίτια και παριστάνουν νύφη, γαμπρό, πεθερά, γιατρό, αράπη κ.ά., σκορπίζοντας το φόβο στα παιδιά και αναπαριστώντας διαδικασία γάμου, θανάτου και ανάστασης κ.ά.. Και οι μεταμφιέσεις αυτές, όπως και άλλες της Αποκριάς συνδέονται με αρχέγονα λατρευτικά δρώμενα με καταγωγή στην αρχαιότητα. Η συνέχισή τους και στο Βυζάντιο φαίνεται ότι είχε προκαλέσει την αντίδραση Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι συμβουλεύουν:

«Μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ενδιδύσκεται, ή γυναίκα την ανδράσιν αρμόδιον. Αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά ή τραγικά υποδύεσαθαι».

     Ο Βαλσαμών όμως αναφέρει ότι μέχρι και τον 12ον αιώνα γίνονται μεταμφιέσεις ακόμη και από μοναχούς και κληρικούς εντός των ναών.


     Του αγίου Ιωάννου και της αγίας Δομνίκης (Δομνής), γιόρταζαν οι κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης (στον ελληνικό χώρο οι πρόσφυγες από εκεί: Μονοκκλησιά Σερρών, Κίτρος Πιερίας, Ξυλαγανή Ροδόπης κ.α.) ως ημέρα της μαμμής, της μπάμπως. Οι γυναίκες που «τεκνώνουν», που βρίσκονται ακόμη σε περίοδο γονιμότητας και μπορούν να αποκτήσουν παιδιά, προσφέρουν δώρα και τιμές στην πρακτική μαμμή. Είναι γνωστή ως ημέρα της γυναικοκρατίας, γυναικεία αγροτική γιορτή για τη γονιμότητα και την υγεία.

     Με το τριήμερο των Φώτων-Aη Γιαννιού-Αγίας Δομνίκης μπαίνουμε σ’ έναν άλλο κύκλο του χρόνου, εκείνον της Αποκριάς και της άνοιξης.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ήθη και Έθιμα των Χριστουγέννων - Τα χοιροσφάγια

     Μια χαρακτηριστική εκδήλωση των Χριστουγέννων είναι τα χοιροσφάγια. Τα χοιροσφάγια έχουν θυσιαστικό χαρακτήρα και απηχούν αρχαίες εξιλαστήριες και καθαρτήριες θυσίες που συνοδεύονται από μαγικές και δεισιδαιμονικές πράξεις, όπως τα μαντέματα.  Οι Ρωμαίοι στην εορτή των Βρουμαλίων στο τέλος του έτους θυσίαζαν χοίρους στον Κρόνο και τη Δήμητρα.  Ο χοίρος είναι πιθανότατα μία ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, είτε, επειδή με την αδηφαγία του καταστρέφει τη βλάστηση είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του.

     Στον παραδοσιακό πολιτισμό οι εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας είναι ενσωματωμένες στην αγροτική οικονομία. Η εκτροφή του χοίρου εξασφαλίζει στην οικογένεια κρέας και λίπος για ολόκληρη τη χρονιά.  Δεν ήταν δύσκολο να διατηρούν από έναν χοίρο σε κάθε σπίτι καθώς ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και είχαν να τον ταΐσουν υπολείμματα από σιτηρά, τυρόγαλο, βελανίδια και αποφάγια..  Για τη σφαγή ακολουθούνταν ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Για παράδειγμα το σφάξιμο γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και θύτης ήταν ο αρχηγός της οικογένειας.  Με το αίμα του ζώου σχημάτιζαν σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών για τον πονοκέφαλο.  Κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου στον τοίχο ή πάνω από την πόρτα για να διώχνει τους καλικαντζάρους.  Από τη σπλήνα και το συκώτι του μάντευαν το μέλλον της οικογένειας.

     Σχηματίζονταν παρέες στα σπίτια και δοκίμαζαν τους χοιρινούς μεζέδες και παρασκεύαζαν τα λουκάνικα, τα απάκια και τα σύγλινα.  Τα οικογενειακά γλέντια κρατούσαν όλο το δωδεκαήμερο. Χαρακτήρα αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο είχε η συνήθεια να στέλνουν «τα σκουτελικά για ψυχικό» δηλαδή καλάθια με δώρα, κυρίως φαγώσιμα στα φτωχότερα μέλη της κοινότητας.

     Συχνά ο λαός αιτιολογεί με το δικό του τρόπο τα χοιροσφάγια ενσωματώνοντας το θείο δράμα στη δικιά του εμπειρία.  Στη Θεσσαλία πιστεύουν ότι, σύμφωνα με μια μαρτυρία «τα Χριστούγεννα σφάζαμι τα γουρούνια, γιατί τα Χριστούγεννα πήγινι η Παναγιά μι τουν Ιουσήφ και του Χ’ στό στ’ ν Αίγυπτου, να μη τ’ σφάξ’ η Ηρώδ’ς. Μπρουστά πηγαίναν η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και πίσου τα γ’ ρούνια χαλούσαν τα χνάρια».
  

πηγή

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Παραδοσιακά Επαγγέλματα που Χάθηκαν ή Χάνονται - Γαλατάς


Ο γαλατάς ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Το επάγγελμα του γαλατά, τα παλιά χρόνια, δεν το συναντούσες στα χωριά, παρά μόνο στις μικρές και μεγάλες πόλεις. Στα χωριά σχεδόν όλες οι οικογένειες είχαν δικά τους ζώα και το έβρισκαν εύκολα. Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια των πόλεων. Στην Ελλάδα και ειδικότερα στα αστικά κέντρα του 18ου αιώνα, (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Πάτρα κ.λπ.) το επάγγελμα αυτό ασκούσαν μικροποιμένες που περιφέρονταν γύρω από τις πόλεις με τα αιγοπρόβατά τους τα οποία και άρμεγαν οι ίδιοι προ του αγοραστή ή κάποιοι βοηθοί τους. Το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Φόρτωνε τα γκιούμια του με το φρέσκο γάλα πάνω στο γαϊδουράκι και ξεκινούσε πολύ πρωί από το χωριό για την πόλη. Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει όλους τους πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστό στο ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το ζώο του και ξεκινούσε το μοίρασμα. Κάθε ημέρα έπρεπε να είναι ακριβής στην ώρα του γιατί τον περίμενε η κάθε νοικοκυρά με τη δική της κανάτα. Συνήθως ήταν μπακιρένια ή πήλινη. Μερικές πολυάσχολες νοικοκυρές άφηναν το άδειο σκεύος έξω από την πόρτα για να το γεμίσει ο γαλατάς, σκεπασμένο συνήθως με μια πέτρα από το φόβο της γάτας. Το γάλα αυτό, υποχρεωτικά οι νοικοκυρές έπρεπε να το βράσουν καλά, γιατί μπορούσε να προκαλέσει πυρετό. Ο γαλατάς είχε καθημερινά τη δική του πελατεία, επειδή όμως πάντα έβρισκε και γυναίκες που του ζητούσαν γάλα σε έκτακτες περιπτώσεις, φρόντιζε να έχει μαζί του και λίγο παραπάνω γάλα. Όταν δεν μπορούσε να το πουλήσει, φώναζε στους δρόμους: "ο γαλατάς! φρέσκο, ολόπαχο γάλα!". Ποτέ δε γύριζε πίσω με περισσευούμενο γάλα.
Τα χωριά γύρω από τη Θεσσαλονίκη τότε είχαν πολλή κτηνοτροφία. Αγελάδες, πρόβατα, κατσίκες. Άρμεγαν πρωί και βράδυ, κρατούσαν αυτό που ήταν να κάνουν τυρί ή γιαούρτι και το υπόλοιπο το πουλούσαν. Ο κόσμος στην πόλη το αγόραζε, επειδή ήταν φρέσκο και ολόπαχο. Δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτό που πίνουμε σήμερα.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες που διανέμονταν παστεριωμένο γάλα, κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των φιαλών γκαζιού.
Όμως, μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970, απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός, της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης, (ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.
Έτσι, το επάγγελμα του γαλατά πέρασε στην Ιστορία...
Μέρος του κειμένου προέρχεται από τα:
http://ellinaenamilo2.blogspot.gr/2011/07/blog-post_28.html
http://dim-sapon.rod.sch.gr/ekdos_cd-rom/epagelmata/galatas/galatas.htm
πηγή

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Ήθη και Έθιμα των Χριστουγέννων - Το Χριστόψωμο

Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.).
Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό.
Στη Μάνη κάθε οικογένεια στο φούρνο του σπιτιού «ρίχνει» τα χριστόψωμα, για να τα κόψει στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.
Στη Σπάρτη, σε κάθε σπίτι, δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν 1 – 15 καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη. Τ’ άλλα χριστόψωμα τα κάνουν με αμύγδαλα και καρύδια.

Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, είναι για το Χριστό «για να τους φυλάει και να τους ευλογάει». Πάνω του σκαλίζουν ένα μεγάλο σταυρό – φεγγάρι με πέντε λουλούδια.
Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα ή Ψωμί του Χριστού, είναι για τα πρόβατα. Έτσι τα τιμά ο βοσκός και τα ευλογά ο Χριστός. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης, δηλαδή η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.λ.π.

Στην Κεφαλλονιά όλο το σόι συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου. Στο πάτωμα τοποθετούν τρία δαυλιά «χιαστί» και πάνω τους βάνουν την «κουλούρα».
Όλοι κάνουν ένα κλοιό γύρω ακουμπώντας καθένας με το δεξί του χέρι την κουλούρα. Ύστερα ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός…» και ρίχνει λάδι στα δαυλιά, βάζοντάς τα στη φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα, τη μοιράζει και δειπνούν όλοι μαζί.
Στην Κρήτη το χριστουγεννιάτικο ψωμί το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Η ετοιμασία του είναι ολόκληρη ιεροτελεστία: χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα, γαρίφαλα και καθώς ζυμώνουν λένε:  "Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει."
Όταν πλάσουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν ένα σταυρό με λωρίδες και τον τοποθετούν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι και στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, ανταλλάσσοντας πολλές ευχές.

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Τὸ Χριστόψωμο» (1887)
Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλοτε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινὰ πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου.

Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.


Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στεῖρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίῃ διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δύο ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέσῃ περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰποῦσαι αὐτῇ ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.

Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ἦλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἑαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆράς της.

Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὗτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννα ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον δὲ ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.

Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη,ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη, κτλ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».

Ὁ καπετὰν Καντάκης, σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὥρισες, καλῶς σᾶς ηὗρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.

Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος, καὶ ἔκλεισεν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν.

Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.

Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούσῃ καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν.

Αὕτη ἐδέχθη μόνον περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μειδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθη τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο» καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰν τὸ στερεότυπον «μ᾽ ἕναν καλὸ γυιό».

Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.

―  Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θεια-Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾷς.

―  Θὰ τὸ φυλάξω ὣς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾽ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.

―Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾽ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ καθεμιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.

―  Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλύτερα.

Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακόν τι.

―  Πῶς τό ᾽παθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο, εἶπε μόνον καθ᾽ ἑαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα, ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετά τινος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκαμνε συντροφίαν ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ ἁγ. Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.

Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτῇ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρις οὗ σημάνῃ ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾽ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δύο οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.

Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἡμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς:

―  Δῶσέ μου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου.

―Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.

Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.

Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.

―  Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.

―  Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.

―Ὄχι, δὲν εἶναι, σοῦ λέγω, τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δύο ἄγκουρες ἀραγμένη, καὶ καθισμένη.

―  Θέλεις ν᾽ ἀνάψω φωτιά;

― Ἄναψε, καὶ δῶσέ μου ν᾽ ἀλλάξω.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.

―  Θέλεις κανένα ζεστό;

―  Δὲν μ᾽ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.

―  Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσῃς τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.

―  Δὲν σ᾽ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;

―  Βάλε στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κ᾽ ἐγὼ σὲ λίγο.

Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.

―Ἡ μάννα μου δὲν θὰ τό ᾽μαθε βέβαια ὅτι ἦλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.

―Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;

―  Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.

―  Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾷς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσῃς μόνον;

―  Νὰ μεταλάβω κ᾽ ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.

Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾽ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλῃ ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾽ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.

Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῇ καὶ ἀνοίξῃ τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβῃ ἄρτον, ἀλλ᾽ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾽ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.

Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα.

Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμον, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.

Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου.

Σημειωτέον ὅτι ἡ γραῖα συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της, ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων. Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲν θὰ ἦτο βεβαίως πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆράς της.

(1887)


ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ

(ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1982

Σελ. 77-81


Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Οι Καλικάντζαροι στην Ελληνική Λαογραφία

Οι καλικάντζαροι έρχονταν την παραμονή των Χριστουγέννων και έφευγαν τα Θεοφάνεια. Έχουν διάφορες ονομασίες: Λυκοκαντζαραίοι, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι (Πόντος), κωλοβελόνηδες, παρωρίτες ή παραωρίτες (πριν από το λάλημα του πετεινού), παγανά. Με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν οι καλικάντζαροι και στους βαλκανικούς λαούς. Και στους άλλους χριστιανικούς λαούς εμφανίζονται δοξασίες για δαιμονικά όντα κατά το Δωδεκαήμερο: Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες. Παγανά είναι γενικότερα τα εξωτικά και τα φαντάσματα. Paganus σημαίνει τον χωρικό, τον αστράτευτον (παγάνα, παγανιά) και κατόπιν τον εθνικό και μη χριστιανό. Στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης. Και παγανή Κυριακή σημαίνει την Κυριακή που δεν έχει άλλη εορτή. Παγανό αποκαλείται το αβάπτιστο νήπιο. Πιστεύεται ότι τα βρέφη που πέθαναν αβάπτιστα γίνονται παγανά, τελώνια, καλικάντζαροι.

Συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης, προσπαθώντας να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Όταν είναι πολύ κοντά να το πετύχουν, την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνουν στη γη δημιουργώντας προβλήματα στους ανθρώπους. Η πίστη για τους καλικαντζάρους ως δαιμονικών όντων που ζουν κάτω από τη γη στηρίζεται στην κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης (το γαιοκεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η γη είναι ακίνητη και γύρω της κινούνται τα άλλα ουράνια σώματα. Η γη είναι προσηλωμένη στον θόλο του ουρανού).

Μένουν ανάμεσα στους ανθρώπους 12 μέρες ως την παραμονή των Φώτων αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της Ζωής να αναβλαστήσει.  Ο λαός τους φαντάζεται μαύρους και άσχημους, κουτσούς, ψηλούς με μάτια κόκκινα, πόδια τραγίσια και σώμα τριχωτό.  Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυριότερα με τη φωτιά, η οποία καίει συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο.  Διάλεγαν ένα κούτσουρο («δωδεκαμερίτης», «χριστόξυλο») και μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο.  Με τη στάχτη του ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων τρέποντας σε φυγή τα δαιμόνια.

Οι βυζαντινοί είχαν τον βαβουτζικάριον (εφιάλτην). Ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει ότι ένας αγράμματος και αφελής έβλεπε και την ημέρα φανταστικά όντα, όπως ο Ορέστης τις Ευμενίδες.

Σύμφωνα με μια παράδοση: «Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης αποκάτου. Ούλο το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν κόβουν όσο που μενέσκει λιγάκι ακόμα ως μια κλωνά άκοπο, και λεν «χάισε να πάμε, και θα πέση μοναχό του». Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης, και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ’ έρχονται κι ούλο φτόνι τη δουλειά κάνουν. Κυρίως κάνουν κακό (πνίγουν) στα αβάφτιστα παιδιά. Και στα νησιά φτάνουν οι καλικάντζαροι. Με το καράβι τους. Κάνουν ζημιές: Χύνουν το νερό, τ’αλεύρι, κατουρούν τη στάχτη. Γι αυτό και βάζουν στη φωτιά ρείκια, αλάτι, που κάνουν κρότο, ή ρίχνουν κανένα πετσί να βρωμάει».

Ο λαός πιστεύει ότι Καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννιούνται το Δωδεκαήμερο, γιατί έχουν συλληφθεί την ίδια μέρα με το Χριστό. Θέλουν να κάνουν κακό στους ανθρώπους. Είναι άσκημοι, κουτσοί, εριστικοί, ανόητοι γιατί δεν βοηθά ο ένας τον άλλον και για το λόγο αυτό είναι αναποτελεσματικοί στο να κάνουν κακό. Όσους περπατούσαν τη νύχτα έξω τους ανάγκαζαν να χορέψουν μαζί τους (είναι χαρακτηριστικό το παραμύθι με τη Μάρω που γύριζε από το μύλο τη νύχτα).
  
Οι μυλωνάδες που εργάζονταν στο μύλο, ο οποίος ήταν συνήθως χτισμένος σε μέρος μακριά από τον καθαγιασμένο χώρο του οικισμού, δίπλα σε ποτάμι, είχαν πάρε δώσε με καλικαντζάρους. Σε μια ευτράπελη διήγηση ο μυλωνάς ψήνει πέρδικα ή γουρουνάκι κι ο καλικάντζαρος βάτραχο. Ο μυλωνάς καίει τον καλικάντζαρο με τη σούβλα και του λέει ότι κάηκε ατός του (μόνος του), απάντηση που είχε δώσει ο Οδυσσέας στον κύκλωπα Πολύφημο.

Τα Φώτα όλα τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό:

Φεύγετε να φεύγουμε, έρχετ’ ο τουρλόπαπας
Με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του.


Πηγή 

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Παραδοσιακά Επαγγέλματα που Χάθηκαν ή Χάνονται - Γυρολόγος (Πραματευτής)


Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς : υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος.
- Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου, που γυρνούσε στα χωριά και στις γειτονιές, ασκούσαν επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, που ήταν συχνά και παραγωγοί του προϊόντος. Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή "μπασματζήδες") που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι "μπαχτσαβάνηδες", που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια. Οι γαλατάδες περνούσαν από τις γειτονιές κάθε πρωί και έφερναν φρέσκο γάλα μέσα σε ειδικά δοχεία από αλουμίνιο. Οι "μπαχτσαβάνηδες" που ονομάζονταν και "περιβολάρηδες" καλλιεργούσαν τα οπωρολαχανικά τους στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους εμπορομανάβηδες, ή τα πουλούσαν μόνοι τους στις συνοικίες. 

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Παραδοσιακά Επαγγέλματα που Χάθηκαν ή Χάνονται - Βαρελάς

Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.


Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Ημερολόγια μιας άλλης εποχής - Καζαμίας

Κοντά να έλθει ο νέος χρόνος, κυκλοφορούν οι Καζαμίες. Πρόκειται για έντυπα ημερολόγια, για τους μήνες και τις ημέρες του χρόνου.

Τούτα τα χρόνια, ακούγοντας τη λέξη «Καζαμίας», μας έρχεται στο μυαλό η γιαγιά μας, που στα παιδικά μας χρόνια, μας έστελνε να της αγοράσουμε έναν καλό Καζαμία -όπως μας έλεγε- για να ξέρει πώς θα διαβεί ο νέος χρόνος. Έτσι, το έντυπο αυτό ημερολόγιο, οι παλαιότεροι το συμβουλεύονταν πολύ. Ήταν ο δείχτης της κάθε ημέρας του χρόνου και με τη θεματική ποικιλία, συμβούλευε, ενημέρωνε και διασκέδαζε τον κάτοχό του!
Οι εκδόσεις του περιλαμβάνουν: μηνολόγιο, εορτολόγιο, αοριστολόγους, προφητείες κοσμοϊστορικών μελλούμενων, προγνώσεις του καιρού για κάθε τέταρτο της σελήνης, ένα σύντομο ονειροκρίτη, αλλά και πρακτικές γεωργικές συμβουλές (συμβουλές δια τον κηπουρό και τον αγρότη), οδηγίες προς κτηνοτρόφους, συνταγές μαγειρικής, ήθη και έθιμα, εγκυκλοπαιδικά διάφορα, οδηγίες για την αφαίρεση των λεκέδων και ανέκδοτα. Ένα πλήρες ημερολόγιο, με λίγο απ’ όλα, που εξασφαλίζει υψηλές πωλήσεις, κρατώντας προσιτή την τιμή του, χάρη στο φτηνό χαρτί και τις ελάχιστες ή καθόλου εικόνες.
Είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί αυτό το λαϊκό βιβλίο – ημερολόγιο, είχε μεγάλη κυκλοφορία και απήχηση, ιδίως τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, όταν το μορφωτικό επίπεδο του λαού ήταν αναπόφευκτα χαμηλό. Το φαινόμενο της επιτυχίας του Καζαμία απασχόλησε επανειλημμένα πολλούς λαογράφους, και την ιστορική έρευνα, κι έτσι έχουν παραχθεί αρκετές μελέτες, οι οποίες αναπτύσσουν οτιδήποτε σχετικό με το θέμα.
Στις μέρες μας, θα λέγαμε πως κάθε άλλο, παρά ευνοϊκή είναι η κυκλοφορία του Καζαμία. Εκδίδονται όμως έντυπα ημερολόγια, που απέχουν από τον παλαιό Καζαμία και στις σελίδες τους φιλοξενούνται εικαστικές δημιουργίες ή ορισμένη θεματική κατά προτίμηση, με καλλιτεχνικές, φωτογραφικές και ιστορικές αναφορές. Μάλιστα, αυτές οι έντυπες καλαίσθητες εκδόσεις κυκλοφορούν από μεγάλους εκδοτικούς οίκους και θα αποτελούν στο μέλλον αξιόλογα «συλλεκτικά κομμάτια»!

Παρόλο που οι Καζαμίες εκδίδονται και κυκλοφορούν ακόμη στην εποχή μας, χαρακτηρίζονται ως λαϊκά βιβλία. Αυτός βέβαια ο χαρακτηρισμός αγγίζει πολλά και παρόμοια θέματα. Κάνουν την εμφάνισή τους από το Νοέμβριο έως και τον Ιανουάριο στους πάγκους των μικροπωλητών, στα βιβλιοπωλεία, ακόμη και στις λαϊκές αγορές.
Οι εκδότες του Καζαμία ξέρουν πως αυτός «πουλάει» και μάλιστα συναγωνίζονται μεταξύ τους -πέρα από τις χρονικές ενημερώσεις- να προσθέτουν καλή κι ενδιαφέρουσα ύλη, να έχουν στοιχεία μελλοντολογίας κι εξήγησης ονείρων, αλλά και ιδέες που αγγίζουν τη φιλαρέσκεια του ωραίου φύλου. Επίσης, προσθέτουν ένα πλήθος από άλλα ενδιαφέροντα θέματα και γνώσεις, που κρίνονται απαραίτητα για τη ζωή.
Ακολουθεί ένας μικρός κατάλογος κάποιων τίτλων από Καζαμίες, με τους εκδοτικούς τους οίκους, που την τελευταία δεκαετία κοσμούν τις βιτρίνες και τους πάγκους των βιβλιοπωλείων: 1. Μέγας Καζαμίας (Πυραμίς), 2. Σούπερ καζαμίας, ο Δορυφόρος (Ρουμελιώτης), 3. Μέγας Καζαμίας Ερμού (Σαλίβερος), 4. Μέγας Καζαμίας, Το Σύμπαν (Δαμεράς), 5. Μέγας Εγκυκλοπαιδικός Καζαμίας (Λιναρδάτου), 6. Μέγας Καζαμίας Πραξιτέλους (Αστήρ - Παπαδημητρίου) και αρκετοί άλλοι.

Τα νούμερα πωλήσεων του Καζαμία στον ελλαδικό χώρο κάθε χρόνο, είναι περίπου 200.000 τεύχη και αυτό δείχνει ότι, παρόλο που τη θέση του την έχουν καταλάβει άλλα παρόμοια έντυπα, ο Καζαμίας «κρατεί την ύπαρξή του»!
Η καταγωγή του ελληνικού Καζαμία, έχει διαπιστωθεί πως προέρχεται από τον ιταλικό Καζαμία, που εκδόθηκε «εις την Φαβέντιαν της Ιταλίας», το 1763. Από τότε, το εξώφυλλό του κοσμούσε ένα μάγο, φανταστικό πρόσωπο, κατά άλλους αληθινό, το οποίο είχε ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, για να πουλήσει περισσότερο. Επρόκειτο για τον Πιέτρο Καζαμία, που όπως λέει ο μύθος, ήταν Ενετός προφήτης και αστρολόγος του μεσαίωνα, ο οποίος διάβαζε στα αστέρια τα μελλούμενα και τις γνώσεις αυτές ήθελε να τις μοιράζεται με τον κόσμο. Η μορφή του, είτε πραγματική, είτε φανταστική, απεικονιζόταν στα εξώφυλλα, που τον παρουσίαζαν να φοράει ένα πανύψηλο κωνικό καπέλο και να κοιτάζει ακατάπαυστα από το τηλεσκόπιό του τα αστέρια.
Από τον 19ο αιώνα, με πλήρες το οπλοστάσιο των προφητειών του, αλλά και της πάντα γοητευτικής ψευτο-επιστημοσύνης των καπάτσων μελλοντολόγων, ο Καζαμίας εισβάλλει στην Ελλάδα. Αμέσως είχε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό! Πρέπει όμως να αναφερθεί και ο «έντεχνος Καζαμίας» ή έκδοση που μιμείται τη δομή του Καζαμία, που είναι η περίπτωση των λογοτεχνικών ημερολογίων ή ημερολογίων ποικίλης ύλης, από κάποιους διανοούμενους που εξέδωσαν παρόμοια έργα (Επτανησιακό Ημερολόγιο ή Κεφαλληνιακό Ημερολόγιο, του Σπύρου Σκηνιωτάτου, Ημερολόγιο Ποικίλης Στοάς κ.ά.).

Μια σύντομη ιστορική αναφορά για την πορεία του Καζαμία μέσα στο χρόνο, μας δείχνει πόσο αυτό το έντυπο αγαπήθηκε από τις πλατιές κοινωνικές μάζες, που είχαν ανάγκη να στηρίξουν την ελλιπή γνώση τους.
Φαίνεται όμως, πως ο Καζαμίας ως έντυπο είναι μια συνέχεια του Αλμανάκ. Παρόλο που υπάρχουν διαφορές, αγγίζουν την ίδια περίπου θεματολογία, με βάση τους μήνες, τις ημέρες του χρόνου και την εξήγηση των ονείρων. Το Αλμανάκ διατήρησε την αρχική του μορφή έως σήμερα, με σοβαρότητα στα θέματά του, ενώ ο καζαμίας που αγαπήθηκε από τον πολύ κόσμο, είναι καθαρά ένα λαϊκό έντυπο ημερολόγιο, που αφορά πρωτίστως το χρόνο και τις μεταβολές του.

Η λέξη «Αλμανάκ» προέρχεται κατά μια εκδοχή από την αραβική λέξη «al mankh», που σημαίνει «το ημερολόγιο των ουρανών». Βέβαια, ποικίλουν οι ετυμολογικές αναφορές γι αυτή τη λέξη και την εξήγησή της. Επρόκειτο για τύπο έντυπου ημερολογίου, που εκτός από την ένδειξη των μηνών και των ημερών του χρόνου, των εορτών και των αστρονομικών φαινομένων, περιείχε ποιήματα, ανέκδοτα, αινίγματα, συνταγές, συμβουλές, ακόμη και λαϊκές προφητείες.
Το πρώτο τέτοιο έντυπο εκδόθηκε στη Βιέννη, το 1457, από τον αστρονόμο Πούρμπαχ και το πρώτο ελληνικό Αλμανάκ εκδόθηκε κι αυτό στη Βιέννη, το 1791, από τον Γ. Βεντόνη. Τα πρώτα ελληνικά Αλμανάκ λέγονταν Μηνολόγια, Σεληνοδρόμια, Πασχάλια ή Λαμενάχια. Παρόμοια ήταν και τα εκκλησιαστικά μηνολόγια, που πέρα από τα στοιχεία του έτους, είχαν και στοιχεία που αφορούσαν τη θρησκευτική ζωή.
Στην Ελλάδα, το πρώτο Αλμανάκ κυκλοφόρησε στο Ναύπλιο «μεταφρασθέν εκ του ιταλικού εις την ημετέρα διάλεκτον». Διαφοροποιήθηκε στην ύλη, για να είναι προσιτό στον απλό λαό και του δόθηκε η ονομασία «Καζαμίας». Με αυτή την ονομασία διατηρείται ακόμη η έκδοσή του. Το 1853, εκδίδεται ο καζαμίας, «Ο ΚΑΛΧΑΣ», που φέρει χαρακτήρα προφητικό και μελλοντολογικό.

Ο τίτλος του στηριζόταν στην ιδιότητα του αρχαίου σοφού και προφήτη, Κάλχα. Στην πορεία, ο Καζαμίας θα εδραιωθεί για τα καλά στην Ελλάδα και μάλιστα θα γίνει συνώνυμος της λέξης «μάγος». Θα διατηρήσει σταθερά το ποικίλο υλικό. Από το 1842, εκδίδονται πάμπολλοι καζαμίες και θα συνεχίσουν να εκδίδονται έως τις μέρες μας. Στα 1950, ο οίκος του Μ. Σαλιβέρου εκδίδει το «ΑΛΜΑΝΑΚ ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ - ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ», με σήμα κατατεθέν το κλειδί. Έγραφε δε στο πρώτο τεύχος, πως το σύμβολο του κλειδιού «...έχει την σημασία του. Εκφράζει κατά έναν τρόπον την φιλοδοξίαν μας να καταστήσωμεν το Αλμανάκ Σαλιβέρου το κλειδί με το οποίο θα λύωνται όλαι αι απορίαι, το κλειδί με το οποίο θα ανοίγονται όλαι αι θύραι της γνώσεως και της μορφώσεως». Αργότερα, λόγω του ότι επίμονα το ζητούσε το κοινό, βγήκε ο «ΜΕΓΑΣ ΚΑΖΑΜΙΑΣ ΕΡΜΟΥ ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ» και μετέπειτα ακολούθησε η έκδοση και άλλων διαφορετικών καζαμιών.
Τέλος, η περίπτωση του Καζαμία, τουλάχιστον όπως τον ξέρουμε στην Ελλάδα, μας κρατάει συντροφιά, «μας εξηγεί τα όνειρα», μας ενημερώνει για του χρόνου τα γυρίσματα και μας συμβουλεύει για τις καλλιέργειες του κήπου και των χωραφιών μας.

Κείμενα – Παρουσίαση:
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
πηγή