Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Παραδοσιακά Επαγγέλματα που Χάθηκαν ή Χάνονται - Μασίστας

Σίδερα μασάει ο Κουταλιανός... Πολλοί ήτανε οι θηριώδεις και υπερφυσικοί κατα τα λεγόμενα τους μασίστες που έδωσαν παραστάσεις στην πλατεία του χωριού. Απο τα σπουδαιότερα κατορθώματά τους, το σπάσιμο τούβλων πάνω στο κεφάλι τους με την βαρά, τράβηγμα φορτηγού με τα μαλλιά τους, τράβηγμα αυτοκινήτου με τα δόντια, ζεύλωμα σιδερόβεργας και άλλα πολλά που φάνταζαν καταπληκτικά όχι μόνο για τα παιδιά αλλα και για τους μεγάλους. Η πληρωμή γινότανε συνήθως απο τους λαχνούς που πουλούσαν στο τέλος και κλήρωναν διάφορα δώρα.

πηγή



«Σίδερα μασάει ο Κουταλιανός». Η ιστορία του παντοδύναμου μασίστα...

Ο Παναγής Κουταλιανός γεννήθηκε το 1853 στην Κούταλη, ένα χωριό στην Προποντίδα. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, λίγο πριν φύγει από τον τόπο του, έσκισε στα δυο έναν Τούρκο, ο οποίος του έκλεψε τα ρούχα, όταν έκανε μπάνιο στο ποτάμι. Κυνηγημένος, γύρισε σε αρκετές χώρες και κέρδισε τον επιούσιο, επιδεικνύοντας την δύναμή του. Η περιπλάνησή, τον οδήγησε στο μακρινό Μοντεβιδέο της Λατινικής Αμερικής. Εκεί, έγινε παλαιστής και άρχισε να χτίζει τη φήμη του. Μετά τις πρώτες νίκες, το όνομά του έγινε συνώνυμο της δύναμης. Οι συγγραφείς της εποχής, παρουσίαζαν έναν υπεράνθρωπο, που πάλευε σε όλο τον κόσμο, με τους πιο απίθανους αντιπάλους και έκανε επιδείξεις μυϊκής δύναμης, που παρόμοιες δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια τους. Τα κατορθώματά του έμοιαζαν απίστευτα. Μετακινούσε τεράστιες πέτρες και πάλευε με άγρια ζώα. Ξάπλωνε στο έδαφος, του έβαζαν πάνω στο στομάχι βράχους και τους έσπαγαν με βαριοπούλες, χωρίς να τραυματίζεται. Στις εμφανίσεις του, φορούσε πάντα το δέρμα μιας τίγρης, που είχε σκοτώσει μόνος του....

Ωστόσο, κανείς δε γνωρίζει που σταματάει η υπερβολή και που αρχίζει η πραγματικότητα.
Ο Κωστής ο Παλαμάς, ο ποιητής, σε ένα από τα διηγήματά του, αναφέρει την συνάντησή του με τον Κουταλιανό στην Αθήνα. Τότε που ήταν γνωστός από την Ινδία μέχρι την Αμερική. Μιλάμε για το 1880 περίπου. Ο μύθος τον ακολουθούσε, ακόμα και στο θάνατο του. Η αλήθεια δεν έγινε ποτέ γνωστή. Κάποιοι υποστήριξαν πως πνίγηκε, καθώς ψάρευε στο Μυριόφιτο της  Ανατολικής Θράκης, ενώ άλλοι είπαν ότι πέθανε γύρω στα 80 του χρόνια, από γάγγραινα. Σε κάθε περίπτωση, έμεινε στην ιστορία, ως ο πιο δυνατός άνθρωπος της εποχής του.

Ο διάδοχος του Κουταλιανού

Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ένας 20άχρονος άντρας έκανε επιδείξεις δύναμης και τραβούσε το βλέμμα του κόσμου. Ήταν ο Δημήτρης Μακρής, απόγονος του Παναγή Κουταλιανού, που κράτησε το όνομα σαν ψευδώνυμο και συνέχισε τον μύθο. Ο Κουταλιανός είχε δείξει τη δύναμή του από πολύ νεαρή ηλικία. Στην Κάσο, όταν ήταν μικρός, έσυρε μόνος του ένα καΐκι στη θάλασσα και άναψε τη σπίθα του μύθου. Κάποια στιγμή, ένας γάιδαρος τον δάγκωσε και ο μικρός Δημήτρης του έριξε μια μπουνιά και τον έριξε αναίσθητο. Ο δάσκαλός του, εντυπωσιασμένος, τον παρότρυνε να ασχοληθεί με τις επιδείξεις σωματικής ρώμης. Μεγαλώνοντας, οι επιδείξεις του έγιναν πιο εντυπωσιακές, αλλά και πιο επικίνδυνες. Αν και κάθε άλλο παρά έμοιαζε με γίγαντα, σταματούσε αυτοκίνητα με τα χέρια του, ή τραβούσε νταλίκες με ιμάντα, που δεν τον κρατούσε με τα χέρια, αλλά με τα δόντια. Το μεγάλο του νούμερο ήταν, όταν άναβε ένα κανόνι που έσκαγε στα χέρια του, κόβοντας την ανάσα των θεατών και των δικών του ανθρώπων.  Η γιαγιά του αγωνιούσε περισσότερο από όλους. Καθόταν με το σκαμνάκι της κοντά στο σημείο των επιδείξεων και έκλαιγε από τον φόβο της, μέχρι να τελειώσουν τα επικίνδυνα νούμερα και να βεβαιωθεί ότι ο εγγονός της είναι σώος και αβλαβής. Στις περιοδείες, ακολουθούσε πάντα όλη τη οικογένεια του και συνήθως του έλεγαν ένα ποίημα, το οποίο σε μια στροφή ανέφερε: «Έχεις του Ηρακλή τη δύναμη, τη λεβεντιά, την χάρη και είσαι για κάθε Έλληνα, πάντα κρυφό καμάρι»....

Ο Κουταλιανός ήταν σκληρό καρύδι και το αποδείκνυε σε κάθε εμφάνισή του, καθώς έκανε επιδείξεις σε όλη τη χώρα. Είχε όμως και ένα ευαίσθητο σημείο. Τη γυναίκα του. Μία  δυναμική γυναίκα, με ισχυρή προσωπικότητα, που τον στήριξε σε όλη του τη ζωή. Της είχε αδυναμία και αυτό έγινε γνωστό από τους στίχους του τραγουδιού ο «Κουταλιανός», σε μουσική Μάνου Λοΐζου και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. «Τρέμει σαν το ψάρι, στην κυρά του μπρος, αχ πως τη φοβάται, ο φτωχός Κουταλιανός», έλεγε το τραγούδι, που αρχικά τον εκνεύρισε, αλλά αργότερα το συνήθισε και έμοιαζε να το διασκεδάζει. Ο γίγαντας με τη μεγάλη καρδιά, έσβησε στα 85 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο μύθο....

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Τα Θεοφάνεια και ο Συμβολισμός τους

Τα Θεοφάνεια είναι μια από τις σημαντικότερες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Γιορτάζεται την 6η Ιανουαρίου ενώ τα προεόρτιά της αρχίζουν από την δεύτερη μέρα της πρωτοχρονιάς οπότε και ξεκινάει η εβδομάδα των Φώτων αντίστοιχα με τη «μεγάλη εβδομάδα». Την ημέρα αυτή,  γιορτάζεται η βάπτιση του Χριστού στα Ιορδάνεια Νάματα και ταυτόχρονα φανερώνεται η τριαδική θεότητα στον κόσμο. Το γεγονός της Βάπτισης έχει μεγάλη θεολογική σημασία. Ο Χριστός είναι το φως του κόσμου που ήρθε στη γη για να διώξει το σκοτάδι, γι’ αυτό και ονομάζεται εορτή των Φώτων ή Επιφανίων.

Στην εικόνα των Θεοφανείων ο Χριστός αποδίδεται στο κέντρο της σύνθεσης, περιβαλλόμενος από βράχια, να εισέρχεται στο νερό, σκηνή που προεικονίζει την κάθοδο στον άδη. Επιπλέον η κάθοδος του Ιησού στα Ιορδάνεια ύδατα σημαίνει τον καθαγιασμό του υγρού στοιχείου που είναι η βάση της ζωής και κατεπέκταση τον καθαγιασμό ολόκληρης της Κτίσεως από την αμαρτία. Ο Χριστός στέκεται καταμεσής του Ιορδάνη Ποταμού, γυμνός ή ζωσμένος με λευκό ιμάτιο. Με το δεξί του χέρι ευλογεί τα νερά και τα αγιάζει, φανερώνοντας στους ανθρώπους το μυστήριο της Βαπτίσεως. Γύρω απ’ το σώμα του Κυρίου κολυμπούν ψάρια ενώ σε μερικές εικόνες ο Χριστός εικονίζεται να πατά σε μια πλάκα κάτω απ’ την  οποία βρίσκονται καταπλακωμένα φίδια που προσπαθούν να γλιτώσουν.

Συχνά στο κάτω μέρος της εικόνας ξεχωρίζουν μια γυναίκα κι ένας γέροντας. Η γυναίκα συμβολίζει την θάλασσα και ο γέρος τον Ιορδάνη Ποταμό. Ο γέροντας κρατά στα χέρια του μια υδρία απ’ την οποία τρέχει νερό. Η σκηνή αυτή βασίζεται στον ψαλμικό στίχο « η θάλασσαν είδεν και έφυγεν ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω». Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος βλέπει εδώ αλληγορικά την στροφή του Ιορδάνη προς τα πίσω. Ο Ιορδάνης ποταμός πηγάζει από δυο πηγές την μία που ονομάζεται Ιορ και την άλλη Δαν. Απ’ την συνένωση των δύο ποταμών προκύπτει ο Ιορδάνης που χύνεται στη Νεκρά θάλασσα. Έτσι κατ αντιστοιχία  το ανθρώπινο γένος που προήλθε απ’ τους προπάτορες Αδάμ και Εύα μετά το προπατορικό  αμάρτημα πορευόταν στην αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο που συμβολίζει η Νεκρά Θάλασσα. Η στροφή που κάνει ο ποταμός λοιπόν αλληγορικά σημαίνει τη σωτηρία του κόσμου από τον Χριστό.

Στην αριστερή πλευρά της εικόνας ο Ιωάννης ο Πρόδρομος υποκλίνεται στο Μεσσία με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό. Με το δεξί χέρι αγγίζει το κεφάλι του Ιησού ενώ το αριστερό είναι σε στάση δεήσεως. Στην δεξιά πλευρά της σύνθεσης εικονίζονται οι άγγελοι σε στάση δεήσεως κι αυτοί όπως και στην σκηνή της Γέννησης.

Η Βάπτιση του Χριστού ονομάζεται και Θεοφάνεια γιατί τότε για πρώτη φορά φανερώθηκε ο Θεός και η τριαδικότητά του. Η φανέρωση του θεού απεικονίζεται στις βυζαντινές εικόνες με το χέρι του Πατρός που ευλογεί από ένα ημικύκλιο που υποδηλώνει τους Ουρανούς που ανοίγουν. Απ’ το ημικύκλιο αυτό αναχωρούν ακτίνες φωτός και καταλήγουν στο περιστέρι που συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα. Ο Πατήρ μαρτυρεί τη θεότητα του Υιού και τον ονομάζει αγαπητόν Υιόν του. Το Άγιο Πνεύμα το οποίο κατέρχεται με τη μορφή περιστεράς βεβαιώνει τη Μαρτυρία του Πατρός. Κατά τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό το Άγιο Πνεύμα κατά τη δημιουργία του κόσμου εφέρετο πάνω από τα αρχέγονα νερά και ανέδειξε την ζωή. Έτσι και τώρα την στιγμή της Βαπτίσεως αιωρείται πάνω από τα νερά του Ιορδάνη αναδεικνύοντας την αιώνια ζωή.

Ο Χριστός άγιασε τα νερά ώστε σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο να γίνουν πηγή αφθαρσίας, δώρο αγιασμού, λυτήριο αμαρτημάτων, φάρμακο νοσημάτων και δαιμόνων. Παρέδωσε το Βάπτισμα στους μαθητές του σαν βασικό στοιχείο της διακονίας τους στον κόσμο. Το βάπτισμα είναι το μέσο συμμετοχής των ανθρώπων στη Βασιλεία του Θεού. Η σημασία του Μυστηρίου φαίνεται και στην εντολή που έδωσε στους μαθητές του μετά την Ανάστασή του να κηρύξουν το ευαγγέλιο και να βαφτίσουν ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Η γιορτή των Θεοφανείων λοιπόν είναι προσκλητήριο αναγέννησης, ταπείνωσης, κάθαρσης, εξόδου απ’ το σκοτάδι και αναζήτηση του φωτός.

Μαρίνα Αυγερινού
πηγή

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Η Πρωτοχρονιά και τα έθιμά της - Η βασιλόπιτα και το Ποδαρικό

     Η Πρωτοχρονιά, πέρασμα στο νέο χρόνο, είναι φυσικό να συνδέεται με συνήθειες που εξασφαλίζουν το καλό και την αποφυγή ενεργειών που μπορεί να σημαίνουν κακό για το χρόνο που έρχεται. Τέτοια περάσματα είναι πολλά στη ζωή των ατόμων και των κοινωνιών και γι αυτό η έννοια του ποδαρικού είναι πολύ σημαντική για την λαϊκή πρωτοχρονιά.

     Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς επιδιώκουν την ευετηρία.  Κυριαρχεί η αντίληψη της νουμηνίας, ότι δηλαδή κάθε τι που γίνεται στην αρχή μιας περιόδου έχει επανάληψη και επίδραση σε όλη τη διάρκειά της.  Για παράδειγμα, το ποδαρικό δηλαδή η συνάντηση ή υποδοχή του προσώπου που θα μπει πρώτο στο σπίτι και θα τους φέρει καλοτυχία.  Χρησιμοποιούν επίσης το «αμίλητο» νερό, νερό που παλαιότερα έπαιρναν από την πηγή με απόλυτη σιωπή και μ’ αυτό έπλεναν το πρόσωπό τους και ράντιζαν τους χώρους, με την ενδόμυχη ευχή «όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέχουν και τα καλά στο σπίτι». Επίσης, κρεμούσαν στην πόρτα του του σπιτιού αγριοκρεμμύδα (ασκελετούρα στην Κρήτη, σκιλλοκρέμμυδο, μπότσικας αλλού), που είναι βολβοί μεγάλης αντοχής.

     Η συνήθεια της πρόγνωσης του μέλλοντος στην αρχή του νέου έτους αντικατοπτρίζεται στο κυνήγι της τύχης με το χαρτοπαίγνιο αλλά και την τοποθέτηση φύλλων ελιάς στο τζάκι ή κόκκων σιταριού στη στάχτη, προκειμένου να διαπιστώσουν πώς θα πάει η υγεία κατά τη διάρκεια του χρόνου που έρχεται.

Η βασιλόπιτα

     Tο έθιμο της βασιλόπιτας υπάρχει σε όλο τον ελληνικό χώρο. Οι εορταστικοί άρτοι (ευετηρική προσφορά ή απαρχή) παρασκευαζόταν κατά τις αρχαίες ελληνικές γιορτές, όπως και τα μειλίγματα (οι εξευμενιστικές προσφορές) προς τους νεκρούς και τα επίφοβα πνεύματα. Το μοίρασμα της πίτας γίνεται για το καλό της χρονιάς, για την καλή τύχη του σπιτιού και για την ευλογία του Αγίου Βασιλείου. Υπάρχουν και ιδιαίτερες παραδόσεις, λόγιας προέλευσης, όπως η σχετική με τον Aγιο Βασίλειο. Ό  ταν ο Aγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε να εισπράξει φόρους. Οι φοβισμένοι κάτοικοι ακολουθώντας την προτροπή του Αγίου μάζεψαν ό,τι πολύτιμο είχαν και βγήκαν με τον δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον έπαρχο. Ο Aγιος Βασίλειος με την πειθώ του και την εμφάνισή του έπεισε τον έπαρχο να μην πάρει τα τιμαλφή τον κατοίκων. Έτσι ανέκυψε το πρόβλημα της επιστροφής των δώρων στους ιδιοκτήτες τους. Ο Aγιος σκέφτηκε και προέτρεψε τους κατοίκους να παρασκευάσουν μικρές πίτες και έβαλε μέσα σε κάθε μια ένα αντικείμενο. Με θαυματουργό τρόπο καθένας πήρε ό,τι είχε προσφέρει. Από τότε στη γιορτή του Αγίου φτιάχνουμε πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα. Η παράδοση αυτή αγαπήθηκε πολύ από τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας όπου ο Aγιος ήταν ιδιαίτερα οικείος.
     Η βασιλόπιτα (κουλούρα) παρασκευαζόταν παραδοσιακά όπως και σήμερα σε όλη την Ελλάδα. Είτε έφτιαχναν χωριστά τη μαντική πίτα από τον εορταστικό άρτο είτε τα συνδύαζαν. Στη Θεσσαλία για παράδειγμα έφτιαχναν μια πίτα με φύλλα. Έβαζαν μέσα ένα κέρμα, κλήμα, τριφύλλι, καλαμπόκι, σιτάρι, φασόλι και άχυρο σύμβολα της κύριας ασχολίας των μελών της οικογένειας. Π.χ. ο αμπελουργός έβαζε μικρό κομμάτι από κλίμα, ο γεωργός σιτάρι ή άχυρο κ.λπ.
     Το μεσημέρι ύστερα από το φαγητό ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος της οικογένειας έκοβε την πίτα με τελετουργικό τρόπο. Μερίδιο είχαν όλα τα μέλη, κατά σειράν ηλικίας, καθώς και οι ξενιτεμένοι, οι φιλοξενούμενοι, το σπίτι. Σε πολλές περιοχές κόβεται πρώτο το κομμάτι του Χριστού, δεύτερο της Παναγίας τρίτο του αι Βασίλη και ακολουθούν τα μέλη της οικογένειας. Ο πατέρας γύριζε την πίτα πάνω στο τραπέζι, ώστε το τυχερό του καθενός να έρθει μπροστά του. Όταν έπαιρνε το κομμάτι του το παιδί φιλούσε το χέρι του γονέα. Το κέρμα έφερνε λεφτά, το κλήμα κρασιά, το τριφύλλι πρόβατα κ.ο.κ. Επίσης πίστευαν ότι ανάλογα με το είδος του φυτού που έβρισκε το κάθε μέλος της οικογένειας θα έπρεπε να μεριμνά ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια κατά την διάρκεια της νέας χρονιάς.
     Η βασιλόπιτα στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία κ.α. είναι τυρόπιττα ή κρεατόπιτα, ενώ στους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία γλύκισμα ή γλυκό ψωμί ζυμωμένο με διάφορα μυρωδικά. Οι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν την πίτα το πρωί της παραμονής ανακατώνοντας μέσα στο ζυμάρι γάλα, βούτυρο και μέλι ή ζάχαρη και την έτρωγαν ανήμερα του Αγίου Βασιλείου για να πάει καλά η χρονιά.
     Στο αστικό πλαίσιο η πίτα είναι γλύκισμα, ενώ εμφανίζεται και το κομμάτι του φτωχού. Από τις αρχές του 20ου αιώνα η κοπή της πίτας αρχίζει να γίνεται και στα Σωματεία, τα Ιδρύματα και τους οργανισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιανουαρίου. Σήμερα είναι πλέον μια καθιερωμένη εορταστική εκδήλωση στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας.

Ποδαρικό

     Ο πρώτος που θα μπει το πρωί στο σπίτι μας, μας κάνει ποδαρικό. «Το πιο σπουδαίο ποδαρικό είναι την Πρωτοχρονιά και την πρώτη του Σεπτέμβρη αλλά και στην αρχή του μήνα, της εβδομάδας και της μέρας.  Αλλουνού είναι καλό το ποδαρικό του, αλλουνού κακό». Το ίδιο με το χερικό: «να κάμω εγώ αρχή που’ ναι το χερικό μου καλό» (Γαλανάδες Νάξου) και το απάντημα (άντισμα, αναραχός) π.χ. δεν έχει καλό άντισμα, δηλ. η συνάντησή του δεν θα βγάλει σε καλό.
     Οι καλορίζικοι ή καλόμοιροι, συνήθως τα μικρά παιδιά, προσκαλούνται να μπουν πρώτοι το πρωί της αρχιχρονιάς, την 1η Ιανουαρίου και την Πρωτοχρονιά της 1ης Σεπτεμβρίου, καθώς «είναι καλοπόαροι» ή έχουν «καλόν πουαρικόν» και έτσι η οικογένεια απαλλάσσεται από κάθε ασθένεια και κακό, «δεν την πιάν’ αρρώστια».




πηγή

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Tα ξεχασμένα παλιά παιχνίδια - Παιχνίδια που τα φτιάχναμε μόνοι μας (αργαστηρωσές)

Παρακολουθώντας κανείς τα σημερινά παιδιά, να βυθίζονται όλο και περισσότερο στους υπολογιστές, σε παιχνίδια που τα παρασύρουν μέσα σε πλασματικούς κόσμους όπου προσπαθούν να σκοτώσουν, να κυριεύσουν ή να κλέψουν με την βοήθεια του φανταστικού και ανήθικου τις περισσότερες φορές ήρωά τους, σκέπτομαι την εποχή που ήμουν στην ηλικία τους και αλωνίζαμε τα σοκάκια του Θραψανού, παίζοντας με τα δικά μας παιχνίδια.  
Βέβαια, εάν αναλογιστούμε την μεγάλη χρονολογική διαφορά, η σύγκριση είναι αδύνατη και συνάμα αδόκιμη, όμως οι συνειρμοί έρχονται αυτόματα, ενώ οι απορίες των παιδιών για αυτά τα παιχνίδια τους δημιουργούν χαμόγελα και... συμπάθεια. 
Προσδοκώντας λοιπόν να παρουσιάσω στα σημερινά παιδιά, τα ξεχασμένα και χαμένα στον χρόνο παιχνίδια, αλλά και με την φιλοδοξία να τα φέρω στη θύμηση αυτών που τα έπαιζαν, σχεδίασα κάποια απο αυτά ενω κάποια άλλα απλά τα καταγράφω παρακάτω. 
Απο τα χαρακτηριστικά στοιχεία της εποχής εκείνης (αναφέρομαι στα τέλη της δεκαετίας του 60 έως περίπου τα τέλη του 70) ήταν ότι τα πιό αγαπημένα παιχνίδια ήταν αυτά που τα φτιάχναμε μόνοι μας αφού η κατασκευή τους, η συνεχής τροποποίηση και τελειοποίησή τους αποτελούσε απο μόνη της το μεγαλύτερο ίσως παιχνίδι. Βέβαια ορισμένα απο αυτά ήταν επικίνδυνα -χωρίς να ξεχνάμε ότι και εμείς δεν ήμασταν άγιοι-, ενώ σε κάποια άλλα ο αγώνας πολλές φορές δεν ήταν απλά για την νίκη αλλά και για την διατήρηση της σωματικής μας ακεραιότητας. Εχουμε και λέμε λοιπόν:

Παιχνίδια που τα φτιάχναμε μόνοι μας (αργαστηρωσές)

Ντιχάλι σιντερένιο με τέλι (σύρμα).
Το κατασκευάζαμε με χοντρό τέλι απο τις κρεβατίνες και λάστιχο απο το "σταφύλι".
Τα σχετικά χοντρά λάστιχα τα παίρναμε απο τους μεγαλύτερους ή τις γυναίκες που δούλευαν στις αποθήκες συσκευασίας σταφυλιών και τα χρησιμοποιούσαν για να κρατάνε καλυμένα τα σταφύλια με ειδικά χαρτιά μέσα στα "κασάκια" εξαγωγής.
Τα ντιχαλάκια που εκτοξεύαμε ήταν "σελωμένο", κυρτωμένο δηλαδή, τέλι που έπαιρνε την μορφή "U".
Το τέλι αυτό το παίρναμε απο το μπαλιαστικό μηχάνημα που φέρνανε κάθε καλοκαίρι στο γήπεδο και έδενε τα άχερα σε μπάλες μετά το αλώνισμα απο την αλωνιστική μηχανή των σιτηρών (στάρια και κριθάρια).
Τα ντιχάλια αυτά τα έφτιαχναν και τα έπαιζαν οι μικρότεροι χωρίς όμως αυτό να μειώνει την επικινδυνότητά τους καθώς μπορούσες πολύ εύκολα να φάς καμιά στο μάτι και να σου προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά.

Ντιχάλι (δίχαλο - σφεντόνα) ξύλινο.
Ντιχάλι (δίχαλο - σφεντόνα) ξύλινο, με πετσάκια και λάστιχο κλώνο ή σαμπρέλα. Επικίνδυνο και απαγορευμένο παιχνίδι που έφτιαχναν οι μεγαλύτεροι, αφού εύκολα κάποιος μπορούσε να τραυματιστεί πολύ σοβαρά εάν χτυπούσε στο πρόσωπο ή στο κεφάλι με τις πέτρες που εκτοξεύανε. Το χρησιμοποιούσαν για να κυνηγήσουν πουλιά, αλλα και για να συναγωνιστούν στην σκοποβολή. Ενίοτε σπάγανε κανένα τζάμι ή γλόμπο των στύλων της ΔΕΗ.

Όπλο με λαστιχάκι.
Έξυπνη και εύκολη σχετικά κατασκευή με κυρίαρχο χαραχτηριστικό ένα... μανταλάκι.

Ξυλίκι - ντελής.
Πολύ αγαπημένο παιχνίδι που παιζότανε απο δύο ομάδες με δύο ή τρείς παίχτες η κάθε μία.
Βρίσκαμε δύο καλά ξύλα: ένα μικρό τον ντελή ή λιμά και το μεγάλο την ντελόβεργα ή ξυλίκι και αφού στήναμε δύο πέτρες (τη μάνα) βάζαμε πάνω τον ντελή.
Μετά βάζαμε την ντελόβεργα ανάμεσα στις δύο πέτρες της μάνας και σε πρώτο χρόνο χτυπούσαμε κατακόρυφα και με φορά απο κάτω προς τα πάνω ελαφρά να σηκωθεί ο ντελής στον αέρα, ενώ σε δεύτερο χρόνο τον χτυπούσαμε οριζόντια με όλη μας την δύναμη να φύγει όσο πιό μακρυά μπορούσαμε.
Οι παίχτες της άλλης ομάδας προσπαθούσαν να πιάσουν στον αέρα τον ντελή που με την δύναμη που είχε καμιά φορά τους χτυπούσε δημιουργώντας -ειδικά στο κεφάλι- τις χαραχτηριστικές "μπαμπούνες" (φούσκωμα δηλαδή απο το χτύπημα).
Για να θυμηθειτε λίγο το παιχνίδι αναφέρω τις λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιούσαμε για να δούμε ποιός θα παίξει πρώτος μετρώντας με την ντελόβεργα, απο τον ντελή μέχρι τη μάνα:τόπι -τζι.

Πατίνι με ρουλεμάν.
Η δυσκολία ήταν να βρεθούν τα ρουλεμάν. Απο κεί και πέρα υπήρχαν οι... ειδικοί που βοηθούσαν στην δύσκολη αυτή κατασκευή. Οι τελευταίες καλιτεχνικές πινελιές ήταν συνήθως μπεντόλιρες που μπροκώναμε στη φάτσα. Αγαπημένες πίστες ήταν οι αμαξωτές με ελαφρά κατηφόρα. Δύσκολα μπορεί να ξεχάσει κανείς την "τραβάγια" που έκαναν τα πατίνια στο κατήφορο.

Τσούρλι με μπαγκιονέτα.
Το φτιάχναμε απο πολύ χοντρό τέλι κρεβατίνας και για τροχό βρίσκαμε απο κανένα πεταμένο παιδικό καροτσάκι.
Πολύ αγαπημένο παιχνίδι, καθώς διανύαμε με αυτό ατέλειωτα χιλιόμετρα ενώ για να δοκιμάζουμε την δεξιοτεχνία μας φτιάχναμε ειδικές "πίστες" αγώνων.

Τσούρλι με κλήμα κρεβατίνας και μεγάλο τροχό.
Ευκολη και γρήγορη εφεύρεση για να "τσουρλήξει" ο μεγαλύτερος τροχός αφού δεν του ταίριαζε η μπαγκιονέτα με το τέλι.

Τσούρλι με μεγάλο τροχό ή τσέρκι που τα κυλούσαμε με ένα σκέτο ξύλο.
Ακολουθώντας τον γενικό κανόνα που έλεγε ότι οτιδήποτε ήταν στρογγυλό έπρεπε να κυλάει, βρίσκαμε και το αντίστοιχο εργαλείο. Εδώ τα πράγματα ήταν μάλλον απλά καθώς με ένα κομμάτι ξύλο το παιχνίδι ήταν έτοιμο.

Τσούρλι με καλάμι, τιμόνι με τέλι και διπλό τροχό με άξονα απο παλιό παιχνίδι.
Για τους μερακλήδες της εποχής! Πραγματικά όμορφες κατασκευές με τιμόνια σπέσιαλ, ταχύτητες στο χέρι, καθρέπτες, χλωρινομπούκαλα για συσπασιόν και άλλες ατέλειωτες τροποποιήσεις πρίν την βόλτα στο χωριό για να δείξουμε το καινούργιο μοντέλο.

Φυσοκάλαμα
Αδειάζαμε εσωτερικά τα καλάμια και φυσούσαμε απο μέσα ότι μπορεί κανείς να φανταστεί.

Μπεντόλιρες
"Κοπανίζαμε" και ισιώναμε τα καπάκια απο τα αναψυκτικά και τις μπύρες (Κρυσταλία, Φήμη, FIX, HENINGER κλπ).
Κάθε μπεντόλιρα είχε αξία ανάλογα με το πόσο σπάνια την συναντούσε κανείς.
Η Κρυσταλία (για αυτούς που θυμούνται τα καταπληκτικά μπυράλ της Βονιανής εταιρείας), ήτανε η φτηνότερη καθώς τα καπάκια της ήταν εν αφθονία στα καφενεία, ακολουθούσε η Φήμη (Αγιοπαρασκίτικη εταιρεία), ενώ τα καπάκια απο τις μπύρες άξιζαν μιά περιουσία! Αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους τα καπάκια της Pepsi & Coka cola.
Τις παίζαμε όπως έπαιζαν οι μεγαλύτεροι τον τσούκο με απαλέθια.

Ανεμόμυλοι με ασφεντυλιές.
Εποχιακές περίτεχνες κατασκευές ανεμόμυλων απο τις ξερές ασφεντυλιές. Η φαντασία σε όλη της την έκταση.

Αετός της Καθαρής Δευτέρας. (Χαρταετός)
Τα βασικά στοιχεία για την κατασκευή του χαρταετου ήταν καλάμια απο την Περβόλα που τα σκίζαμε για να φτιάξουμε το σκελετό, σπάγγος, λαδόκολα για πανί που την κολάγαμε με κουρκούτι στο περιφερειακό σπάγγο, και εφημερίδες για ουρά. Αργότερα με την εφάνιση των έγρωμων χαρτιών οι κατασκευές έγιναν περίτεχνες και εντυπωσιακές και ανέμιζαν υπερήφανα στο γήπεδο (στο χώρο που είναι σήμερα το Δημαρχείο Θραψανού).

Μαντούρες (καλαμένια φλογέρα).
Τις εποχές που μας πιάνανε... καλιτεχνικές ανησυχίες φτίαχναμε μαντούρες απο καλάμια και προσπαθούσαμε να εκφραστούμε μουσικώς!
Κόβαμε λοιπόν καλάμια, καθαρίζαμε καλά ενα κομμάτι και περνούσαμε αμέσως στην δυσκολότερη φάση της κατασκευής που ήτανε η γλώσσα.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαμε ήταν ένα "τσακάκι" (μικρό μαχαίρι που "σφάλιζε" - έκλεινε) για να κόψουμε τα καλάμια, να ανοίξουμε τις τρύπες και να κόψουμε τη γλώσσα. Το σπουδαιότερο όμως εργαλείο ήταν ένα σπασμένο κομμάτι γυαλί που το χρησιμοποιούσαμε για να ξύσουμε τη γλώσσα και να την κάνουμε όσο το δυνατόν λεπτότερη έτσι ώστε με το φύσημα να πάλλεται και να δημιουργεί τον ήχο. Γιώργος Εμμ Πλουμάκης
πηγή

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Ήθη και Έθιμα των Χριστουγέννων - Οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου

Στις μέρες μας τα δρώμενα των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, ιδιαίτερα την ημέρα των Θεοφανείων και του αγίου Ιωάννου, επιχωριάζουν κυρίως στο βορειοελλαδικό χώρο.  Έτσι, «ρογκατσάρια» και «λουκατσάρια» λέγονται φουστανελοφόροι και άλλοι μεταμφιεσμένοι στις περιοχές των Γρεβενών και της Ελασσόνας, την Πρωτοχρονιά.  Γνωστά είναι τα «ραγκουτσάρια» στην Καστοριά κατά το τριήμερο 6 έως 8 Ιανουαρίου και τα «μπουμπουσιάρια» της Σιάτιστας την ημέρα των Θεοφανείων, παλαιότερα και την Πρωτοχρονιά.  Επίσης οι μεταμφιεσμένοι του Πόντου, οι «μωμόγεροι» και «μωμοέρια» που αποτελούσαν μέρη αυτοσχέδιων θιάσων και έδιναν τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κωμικές παραστάσεις.


Σήμερα είν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός...

     Το σύνολο θρησκευτικών και δεισιδαιμόνων δοξασιών και αντιλήψεων που εκφράζουν τον σεβασμό και τον φόβο του πρωτόγονου ανθρώπου για δυνάμεις που δεν μπορεί να ελέγξει με τις αισθήσεις του συγκροτούν το σύστημα της λαϊκής πίστης, η οποία εκδηλώνεται με τη λαϊκή λατρεία. Στο σύστημα αυτό ανήκουν αρχέγονες δοξασίες και πράξεις αντίστοιχα αλλά και θρησκευτικές συνήθειες τις οποίες έχουν καθιερώσει οργανωμένες θρησκείες, όπως ο χριστιανισμός, σε ένα αρμονικό σύνολο μαγικοθρησκευτικών αντιλήψεων και ενεργειών. Η συνύπαρξη αυτή ήταν απαραίτητη, εφ’ όσον ο λαός δεν ήταν δυνατόν να ερμηνεύσει με τον ίδιο κάθε φορά τρόπο φαινόμενα και περιστατικά της ζωής του σε σχέση με την φύση που τον περιέβαλλε.

     Η αδυναμία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει, χωρίς τη συνδρομή των υπερφυσικών δυνάμεων, θεών ή δαιμόνων, τις αντιξοότητες και να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα τον οδήγησαν στην  αναζήτηση τρόπων επικοινωνίας με τις δυνάμεις αυτές, τις οποίες θέλει να έχει βοηθούς στο έργο του και ασπίδα για κάθε επιβουλή εκ μέρους του κακού. Έτσι καταφεύγει στη λατρεία, ένα σύνολο ενεργειών που στόχο έχουν να τιμήσουν, να εξευμενίσουν και να ευχαριστήσουν τις αγαθοποιούς δυνάμεις. Η σχέση του do ut des στη λαϊκή λατρεία είναι εμφανής. Προσφέρει θυσία ή προσευχή στον Θεό ή τους αγίους -αυτό ίσχυε και για τους αρχαίους Έλληνες- με σκοπό να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους ή να τους ευχαριστήσει για κάποιο καλό. Έτσι δεν είναι ανεξήγητη η προσφορά, στον άγιο Γεώργιο για παράδειγμα, ομελέτας για τη βοήθεια που προσέφερε σε κάποιον.

     Διαμορφώνεται, λοιπόν, ένα σύνολο εθιμικών εκδηλώσεων και πράξεων στον κύκλο του χρόνου, με παγανιστικό (ειδωλολατρικό) και χριστιανικό περιεχόμενο που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και από πληθυσμιακή ομάδα σε άλλη, αλλά και από εποχή σε εποχή. Πρόκειται για τα πολύ ενδιαφέροντα έθιμα του λατρευτικού κύκλου, μέσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν οι μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης τα Χριστούγεννα, το Δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα ως τα Θεοφάνεια και το Πάσχα καθώς και οι πανάρχαιες αναπαραστάσεις της ζωής και του θανάτου μέσα από τα μαγικοθρησκευτικά δρώμενα του εθιμικού κύκλου.

     Με τον όρο δρώμενα (<δρω = πράττω, δράση, δράμα)  έχει καθιερωθεί στη Λαογραφία να χαρακτηρίζονται οι θεαματικές τελετές με θρησκευτικό και μαγικό περιεχόμενο, που συνδέονται με συγκεκριμένη εποχή του κύκλου του χρόνου και του θρησκευτικού κύκλου. Υπάρχουν δρώμενα στην καρδιά του χειμώνα (Δωδεκαήμερο), δρώμενα της άνοιξης (Αποκριάς, Πασχαλινά, Μαγιάτικα), δρώμενα του φθινοπώρου (Λειδινός κ.ά.). Αποτελούν εκδηλώσεις των αγροτικών και ποιμενικών πληθυσμών και αποβλέπουν κατά κύριο λόγο στον εξευμενισμό των απροσδιορίστων φυσικών και υπερφυσικών δυνάμεων που επηρεάζουν τη βλάστηση και την καρποφορία της γης. Για τον λόγο αυτό διατρέχουν όλες τις ανάλογες κοινωνίες και δεν επηρεάζονται από τις θρησκευτικές αντιλήψεις των συστηματικών θρησκειών. Η αρχή τους χάνεται στο χρόνο και οι πανανθρώπινοι συμβολισμοί τους έχουν ενσωματωθεί στις θρησκευτικές τελετές πολλών λαών. Βεβαίως οι τελετές αυτές, με γονιμικό και ευετηρικό (ευ+έτος = καλός χρόνος, καλοχρονιά) χαρακτήρα, με την πάροδο του χρόνου και την προαγωγή της ορθολογικής σκέψης και στη λαϊκή κοσμοθεωρία, έχουν χάσει το συμβολισμό τους και αποτελούν πλέον αφορμές για διασκέδαση και ευωχία.

     Μπορεί, βεβαίως, κάποιες γιορτές να έχουν χάσει την συμβολική και τελετουργική τους σημασία και να διατηρούν ως ανάμνηση τους λόγους καθιέρωσής τους, ωστόσο τα Θεοφάνεια, ή Φώτα, όπως χαρακτηριστικά τα ονομάζει ο λαός, αποτελεί ακόμη και σήμερα τη μεγάλη γιορτή του χριστιανισμού, θεότρομη γιορτή. Ο λαός λέγοντας «Φώτα και Λαμπρή», εννοεί ότι αυτές οι δύο γιορτές είναι οι μεγαλύτερες του χρόνου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για υπολανθάνουσα λατρεία των νερών, αφού τη νύχτα της 5ης Ιανουαρίου πιστεύουν ότι ανοίγουν οι ουρανοί, η θάλασσα γλυκαίνει, οι άνεμοι ημερεύουν, ακόμη και τα ζώα μιλούν. Η Εκκλησία οδηγώντας σ’ αυτό το θαύμα υπογραμμίζει: «Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις».

     Η «φύσις των υδάτων» αγιάζεται, δηλαδή αποκτά ξανά, με τη δύναμη του σταυρού, τον ιερό της χαρακτήρα, που κατά τη διάρκεια του χρόνου που πέρασε, απώλεσε, εν όλω ή εν μέρει. Τα Φώτα φεύγουν και τα πονηρά πνεύματα με τον αγιασμό, που πραγματοποιεί ο ιερέας και με αυτόν ραντίζει όλους τους χώρους. Ομολογούν την ήττα τους και λένε:

Φεύγετε να φεύγουμε, έρχετ’ ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του.

     Την έννοια του καθαρμού και της απαλλαγής από την επήρεια των δαιμονίων του Δωδεκαημέρου έχουν κι άλλες συνήθειες κατά τη διάρκειά του, όπως το συνεχές άναμμα της φωτιάς στο τζάκι, η δημιουργία σταυρού στο ανώφλι του σπιτιού με τα κεριά των Φώτων. Ακόμη παίρνουν «καινούργιο» νερό, αγιασμένο από την κατάδυση σ’ αυτό του σταυρού και με αυτό ραντίζουν το σπίτι και τα κτήματα. «Αγιασμό» κρατούν και στο εικονοστάσι του σπιτιού για τις δύσκολες ώρες. Στη Θράκη την ημέρα των Φώτων βρέχουν στη βρύση τον ιερέα ή ένα νέο ανδρόγυνο για το καλό της χρονιάς. Είναι προφανής ο γονιμικός και ευετηρικός χαρακτήρας της εθιμικής πράξης.

     Από τη βρύση ως τον ποταμό, τη λίμνη και τη θάλασσα τα νερά έχουν θεοποιηθεί και τα λατρεύει ο άνθρωπος. Κανένα άλλο φυσικό στοιχείο δεν έχει θεοποιηθεί όπως το νερό μέσα στο οποίο ζουν χιλιάδες οργανισμοί και με τη βοήθεια του οποίου ζουν οι υπόλοιποι οργανισμοί. Το ύδωρ της Στυγός (ο ιερότερος όρκος)  και το αθάνατο (νερό της μυθολογίας).

     Το νερό είναι ζωντανό και αισθάνεται (κοιμάται, ξυπνά, το καλημερίζουμε, είναι αμίλητο), έχει δύναμη εξαγνισμού και καθαρμού. Από εκεί και η ιδιαίτερη σημασία της βρύσης ή του πηγαδιού προς τα οποία εκδηλώνεται ο απαραίτητος σεβασμός με την επίσκεψη της νύφης, την προμήθεια νέου αμίλητου νερού κατά την πρώτη του έτους κ.λπ.
Τη στάχτη από το τζάκι που καίει κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου τη συγκεντρώνουν και με αυτή «ραντίζουν» περιμετρικά το σπίτι, δημιουργώντας ένα προστατευτικό κύκλο γύρω από αυτό για να φύγουν τα καλικαντζάρια και τα μυρμήγκια.

     Ο μεγάλος αγιασμός, ο οποίος γίνεται παντού, αποτελεί τελετή καθαγιασμού και εξαγνισμού των υδάτων. Μέσα στα παγωμένα συνήθως νερά ρίχνεται ο σταυρός και νέοι βουτούν για να τον πιάσουν, γεγονός που θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό για την υγεία και την καλή χρονιά.
Την ίδια ημέρα σε πολλά μέρη της Ελλάδος γινόταν πλύσιμο των φορητών εικόνων σε λίμνες, ποτάμια ή στη θάλασσα, για να καθαριστούν. Η συνήθεια αυτή παραπέμπει ενδεχομένως στα Πλυντήρια του αγάλματος της Αθηνάς από τους αρχαίους Αθηναίους στο Φάληρο. Παράλληλα γίνονταν πλειστηριασμοί, για την ενίσχυση κυρίως του εκκλησιαστικού ταμείου, με αντικείμενο την μεταφορά και φιλοξενία των εικόνων στα σπίτια για ένα χρονικό διάστημα.

     Με τα Θεοφάνεια και τις ημέρες που θα ακολουθήσουν, δηλαδή της γιορτής του Αγίου Ιωάννου και της Αγίας Δομνίκης συνδέονται τα φυσιοκρατικά δρώμενα του Δωδεκαημέρου, που συνηθίζονται ακόμη και σήμερα στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη (παλιότερα και στον Πόντο). Είναι γνωστά ως Ρογκάτσια, Ρογκατσάρια, Αράπηδες, Μπαμπούγεροι κ.λπ.. Πρόκειται για ομάδες ανδρών μεταμφιεσμένων με δέρματα ζώων, με μάσκες και κουδούνια, που γυρνούν στους δρόμους και τα σπίτια και παριστάνουν νύφη, γαμπρό, πεθερά, γιατρό, αράπη κ.ά., σκορπίζοντας το φόβο στα παιδιά και αναπαριστώντας διαδικασία γάμου, θανάτου και ανάστασης κ.ά.. Και οι μεταμφιέσεις αυτές, όπως και άλλες της Αποκριάς συνδέονται με αρχέγονα λατρευτικά δρώμενα με καταγωγή στην αρχαιότητα. Η συνέχισή τους και στο Βυζάντιο φαίνεται ότι είχε προκαλέσει την αντίδραση Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι συμβουλεύουν:

«Μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ενδιδύσκεται, ή γυναίκα την ανδράσιν αρμόδιον. Αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά ή τραγικά υποδύεσαθαι».

     Ο Βαλσαμών όμως αναφέρει ότι μέχρι και τον 12ον αιώνα γίνονται μεταμφιέσεις ακόμη και από μοναχούς και κληρικούς εντός των ναών.


     Του αγίου Ιωάννου και της αγίας Δομνίκης (Δομνής), γιόρταζαν οι κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης (στον ελληνικό χώρο οι πρόσφυγες από εκεί: Μονοκκλησιά Σερρών, Κίτρος Πιερίας, Ξυλαγανή Ροδόπης κ.α.) ως ημέρα της μαμμής, της μπάμπως. Οι γυναίκες που «τεκνώνουν», που βρίσκονται ακόμη σε περίοδο γονιμότητας και μπορούν να αποκτήσουν παιδιά, προσφέρουν δώρα και τιμές στην πρακτική μαμμή. Είναι γνωστή ως ημέρα της γυναικοκρατίας, γυναικεία αγροτική γιορτή για τη γονιμότητα και την υγεία.

     Με το τριήμερο των Φώτων-Aη Γιαννιού-Αγίας Δομνίκης μπαίνουμε σ’ έναν άλλο κύκλο του χρόνου, εκείνον της Αποκριάς και της άνοιξης.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ήθη και Έθιμα των Χριστουγέννων - Τα χοιροσφάγια

     Μια χαρακτηριστική εκδήλωση των Χριστουγέννων είναι τα χοιροσφάγια. Τα χοιροσφάγια έχουν θυσιαστικό χαρακτήρα και απηχούν αρχαίες εξιλαστήριες και καθαρτήριες θυσίες που συνοδεύονται από μαγικές και δεισιδαιμονικές πράξεις, όπως τα μαντέματα.  Οι Ρωμαίοι στην εορτή των Βρουμαλίων στο τέλος του έτους θυσίαζαν χοίρους στον Κρόνο και τη Δήμητρα.  Ο χοίρος είναι πιθανότατα μία ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, είτε, επειδή με την αδηφαγία του καταστρέφει τη βλάστηση είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του.

     Στον παραδοσιακό πολιτισμό οι εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας είναι ενσωματωμένες στην αγροτική οικονομία. Η εκτροφή του χοίρου εξασφαλίζει στην οικογένεια κρέας και λίπος για ολόκληρη τη χρονιά.  Δεν ήταν δύσκολο να διατηρούν από έναν χοίρο σε κάθε σπίτι καθώς ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και είχαν να τον ταΐσουν υπολείμματα από σιτηρά, τυρόγαλο, βελανίδια και αποφάγια..  Για τη σφαγή ακολουθούνταν ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Για παράδειγμα το σφάξιμο γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και θύτης ήταν ο αρχηγός της οικογένειας.  Με το αίμα του ζώου σχημάτιζαν σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών για τον πονοκέφαλο.  Κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου στον τοίχο ή πάνω από την πόρτα για να διώχνει τους καλικαντζάρους.  Από τη σπλήνα και το συκώτι του μάντευαν το μέλλον της οικογένειας.

     Σχηματίζονταν παρέες στα σπίτια και δοκίμαζαν τους χοιρινούς μεζέδες και παρασκεύαζαν τα λουκάνικα, τα απάκια και τα σύγλινα.  Τα οικογενειακά γλέντια κρατούσαν όλο το δωδεκαήμερο. Χαρακτήρα αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο είχε η συνήθεια να στέλνουν «τα σκουτελικά για ψυχικό» δηλαδή καλάθια με δώρα, κυρίως φαγώσιμα στα φτωχότερα μέλη της κοινότητας.

     Συχνά ο λαός αιτιολογεί με το δικό του τρόπο τα χοιροσφάγια ενσωματώνοντας το θείο δράμα στη δικιά του εμπειρία.  Στη Θεσσαλία πιστεύουν ότι, σύμφωνα με μια μαρτυρία «τα Χριστούγεννα σφάζαμι τα γουρούνια, γιατί τα Χριστούγεννα πήγινι η Παναγιά μι τουν Ιουσήφ και του Χ’ στό στ’ ν Αίγυπτου, να μη τ’ σφάξ’ η Ηρώδ’ς. Μπρουστά πηγαίναν η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και πίσου τα γ’ ρούνια χαλούσαν τα χνάρια».
  

πηγή

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Παραδοσιακά Επαγγέλματα που Χάθηκαν ή Χάνονται - Γαλατάς


Ο γαλατάς ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Το επάγγελμα του γαλατά, τα παλιά χρόνια, δεν το συναντούσες στα χωριά, παρά μόνο στις μικρές και μεγάλες πόλεις. Στα χωριά σχεδόν όλες οι οικογένειες είχαν δικά τους ζώα και το έβρισκαν εύκολα. Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια των πόλεων. Στην Ελλάδα και ειδικότερα στα αστικά κέντρα του 18ου αιώνα, (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Πάτρα κ.λπ.) το επάγγελμα αυτό ασκούσαν μικροποιμένες που περιφέρονταν γύρω από τις πόλεις με τα αιγοπρόβατά τους τα οποία και άρμεγαν οι ίδιοι προ του αγοραστή ή κάποιοι βοηθοί τους. Το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Φόρτωνε τα γκιούμια του με το φρέσκο γάλα πάνω στο γαϊδουράκι και ξεκινούσε πολύ πρωί από το χωριό για την πόλη. Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει όλους τους πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστό στο ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το ζώο του και ξεκινούσε το μοίρασμα. Κάθε ημέρα έπρεπε να είναι ακριβής στην ώρα του γιατί τον περίμενε η κάθε νοικοκυρά με τη δική της κανάτα. Συνήθως ήταν μπακιρένια ή πήλινη. Μερικές πολυάσχολες νοικοκυρές άφηναν το άδειο σκεύος έξω από την πόρτα για να το γεμίσει ο γαλατάς, σκεπασμένο συνήθως με μια πέτρα από το φόβο της γάτας. Το γάλα αυτό, υποχρεωτικά οι νοικοκυρές έπρεπε να το βράσουν καλά, γιατί μπορούσε να προκαλέσει πυρετό. Ο γαλατάς είχε καθημερινά τη δική του πελατεία, επειδή όμως πάντα έβρισκε και γυναίκες που του ζητούσαν γάλα σε έκτακτες περιπτώσεις, φρόντιζε να έχει μαζί του και λίγο παραπάνω γάλα. Όταν δεν μπορούσε να το πουλήσει, φώναζε στους δρόμους: "ο γαλατάς! φρέσκο, ολόπαχο γάλα!". Ποτέ δε γύριζε πίσω με περισσευούμενο γάλα.
Τα χωριά γύρω από τη Θεσσαλονίκη τότε είχαν πολλή κτηνοτροφία. Αγελάδες, πρόβατα, κατσίκες. Άρμεγαν πρωί και βράδυ, κρατούσαν αυτό που ήταν να κάνουν τυρί ή γιαούρτι και το υπόλοιπο το πουλούσαν. Ο κόσμος στην πόλη το αγόραζε, επειδή ήταν φρέσκο και ολόπαχο. Δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτό που πίνουμε σήμερα.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες που διανέμονταν παστεριωμένο γάλα, κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των φιαλών γκαζιού.
Όμως, μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970, απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός, της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης, (ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.
Έτσι, το επάγγελμα του γαλατά πέρασε στην Ιστορία...
Μέρος του κειμένου προέρχεται από τα:
http://ellinaenamilo2.blogspot.gr/2011/07/blog-post_28.html
http://dim-sapon.rod.sch.gr/ekdos_cd-rom/epagelmata/galatas/galatas.htm
πηγή